ΒΑΣΚΑΝΙΑ

 

Βασκανία είναι το να προξενείς σε άλλο κακοτυχία, ασθένεια ή θάνατο με το βλέμμα μόνο.

 

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στη βασκανία και η χριστιανική εκκλησία παραδέχεται την ύπαρξη της και σύνθεσε εναντίον της ευχές. Για την προφύλαξη από τη βασκανία ο ελληνικός λαός εκτός από διάφορα φυλακτά χρη­σιμοποιεί και ευχές (γητειά) ή χειρονομίες.

 

«Μια καλή μανούλα

είχε ένα καλό παιδάκι

τούδε ου κόσμους και του βάσκανε

ήρθε   ο Χριστός και του ξιβάσκανε

απ' τα είκουσι νύχια στη κορφή του κιφαλιού   (3 φορές)

ου άνεμους τούφερε ου Χριστός του πήρε

φτου, φτου, φτου.

Αγιοι Ανάργυροι και θαματουργοί (3 φορές)»

 

Για να θεραπεύσουν τη λούγκα (αδένα στους βουβώνες, ερεθισμένο από τη κούραση) πήγαιναν το βράδυ όταν είχε φεγγάρι σ' ένα σταυροδρόμι κι έλεγαν τρεις φορές:

 

«απόψε λούγκα κι αστέρια,

αύριο ούτε λούγκα ούτε αστέρια»

 

και πέταγαν κάθε φορά από ένα χαλικάκι.

 

Το κριθαράκι στο μάτι μπορούσε να θεραπευθεί, αν το φυσούσε πρωτότο­κος υιός ή τελευταίος, ο οποίος ενώ το φυσούσε έλεγε τρεις φορές:

 

«φτου κριθαράκι

είμι πρώτος και σι τρώου,

ή είμι απογένης και σε τρώου»

 

Για να μη βλέπουν εφιαλτικά όνειρα, την ώρα που έπεφταν να κοιμηθούν, σταύρωναν τρεις φορές το μαξιλάρι με το χέρι τους και έλεγαν:

 

«μόρα*  και μορή, μορή και κακαειδή *,

όταν έλθεις να μι βρεις

να μι δεις να σκάσεις».

 

* (1) μόρα ή μορή = εφιάλτης (ιταλ. Morra &, αλβαν. more, σλαβ. mora.

* (2) κακαειδή = άσχημη γυναίκα, (από το κακός και είδος = όψις

 

Γήτειο έλεγαν και για να θεραπεύσουν τα μωρά από την κρούπα (στενό και βαθύ ουρανίσκο). Έβγαιναν το βράδυ και έλεγαν το γήτειο, το οποίο δυστυχώς δεν διασώθηκε, ταυτόχρονα άλοιφαν το στόμα του μωρού μ' ένα κόκκινο πανί βουτηγμένο στη στάχτη και το μέλι.