Προξενιά - Γάμος - Μνηστία

 

Παλαιότερα οι σχέσεις των δύο φύλων περιορίζονταν μόνο σε συζητήσεις, όταν βρίσκονταν στα σπίτια ή στα πανηγύρια, όπου πάντα όμως υπήρχαν και συγγενικά πρόσωπα. Παρ' όλα αυτά δεν αποκλείονταν και οι στενότερες σχέσεις, οι οποίες όμως ήταν απ' όλους επιλήψιμες και κατακριτέες. Η εκλογή του ή της συζύγου γινόταν κυρίως από τους γονείς.

Βεβαίως δεν έλειπαν και τα ειδύλλια. Στην περίπτωση που δε συμφωνούσαν οι γονείς τους «κλέβονταν».

 

 Κατ' επάγγελμα προξενητής δεν υπήρχε. Οι συγγενείς διάλεγαν ένα κοινό γνωστό και του ανάθεταν «να κάνει συμπεθεριά» . Λέγεται, πως πολύ παλιά, όταν η υποψήφια ήταν άσχημη παρουσίαζαν στη θέση της κάποια άλλη ή παρουσίαζαν την ίδια, συνήθως το βράδυ στο κατώι υπό το φως του λυχναριού. Γι' αυτό και λένε περιπαικτικά: «βγαίκα νύφη στο κατώι να σε ιδεί ο γαμπρός το βόιδι».

 

Για να πετύχει το προξενείο, ο προξενητής φορούσε ανάποδα ένα ρούχο του. Επίσης για να στρέξουν το προξενεία σ' ένα σπίτι, δεν έπρεπε να μπαίνουν οι επισκέπτες από μια πόρτα και να φεύγουν από άλλη. Αν δεν άρεσε ο γαμπρός στους γονείς της νύφης, έβαζαν δίπλα στη έξοδο ένα ζευγάρι παπούτσια με τις μύτες στραμμένες προς τα έξω. Όταν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνούσαν, συναντιόντουσαν και κανόνιζαν την προίκα και τα σχετικά με το γάμο. Ένας ή περισσότεροι πυρο­βολισμοί γνωστοποιούσαν στο χωριό το χαρμόσυνο γεγονός.

 

Ο αρραβώνας γιορταζόταν με το ανάλογο γλέντι. Η διάρκεια του ήταν συνήθως μικρή. Εκτός κι αν έπρεπε να ετοιμασθεί η προίκα. Να σημειώσουμε, ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των οικογενειών ήταν το προίκισμα των κοριτσιών. Πολλοί αναγκάζονταν να χρεώ­νονται και να δουλεύουν σ' όλη τη ζωή τους για να ξεχρεωθούν.

 

Τα προικιά της νύφης ήταν στρώματα, κουβέρτες, μαξιλάρια, ατομικός ρουχισμός και όλα τα είδη του σπιτιού ιδιαίτερα της κουζίνας. Προίκα έπαιρνε η νύφη ένα χωράφι ή και περισσότερα, αλλά και κάποια ζώα. Κατά τη διάρκεια του αρραβώνα και πριν από το γάμο, γινόταν στο συμβολαιογραφείο το .

 

Στην προίκα της νύφης δεν ήταν απαραίτητο το σπίτι. Η νύφη πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού. Ήταν υποτιμητικό να πηγαίνει κάποιος στο σπίτι της νύφης, σώγαμπρος.

 

Ο Γάμος ήταν μια μεγαλειώδης τελετή, όπου συμμετείχε όλο το χωριό και η οποία επέζησε μέχρι τις μέρες μας μόνο σαν φολκλορική εκδήλωση ή μέσα από τις βουκολικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Η εβδομάδα του γάμου ήταν γεμάτη από διάφορες ετοιμασίες όπως το πλύσιμο των ρούχων ή η συλλογή φτέρης για το γέμισμα των στρώματων και των μαξιλαριών. Αυτά τα γέμιζαν επίσης και με φύλλα από τον καρπό της καλαμποκιάς (μπούλτσα).

 

Τα προζύμια ήταν η πρώτη γαμήλια τελετή. Την Τετάρτη σαν σουρούπωνε μαζεύονταν και στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης φίλοι και συγγενείς. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που είχαν ζωντανούς και τους δύο γονείς, έφερναν στη μέση της κάμαρας μία σκάφη. Όταν κοσκίνιζαν τ' αλεύρι, ασήμωναν οι παριστάμενοι τη σίτα (κόσκινο), πετούσαν μέσα νομίσματα με την ευχή πάντα γεμάτο να 'ναι τ' αμπάρι και πλούσιο το σπιτικό. Το αγόρι προσπαθούσε να πιάσει με το στόμα του τα νομίσματα και βεβαίως γέμιζε αλεύρι. Γέλια, κεράσματα και τραγούδια:

 

Ψιλά λυχνάν τ'  αλεύρια

κι αφράτα τα προζύμια

Αγουρος (αγόρι) τα κοσκινάει

ξανθιά τ' ανεβατίζει

να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

κι όλοι οι συμπεθέροι.

 

Την άλλη μέρα ζύμωναν, εκτός από κανονικά ψωμιά του γάμου και την προβέντα. Ξεχωριστή ήταν αυτή που ζύμωνε και στόλιζε όσο καλύτερα μπορούσε η μητέρα του γαμπρού. Ενώ στο σπίτι της νύφης εκτός από την προβέντα ζύμωναν και μία κουλούρα.

 

 

 Προβέντες, κρασί, κρέας, μακαρόνια ήταν τα γαμήλια δώρα που πρόσφεραν οι καλεσμένοι.

 

Την Παρασκευή, αν και το χωριό είχε μάθει τα καθέκαστα και το ποια μέρα θα γινόταν ο γάμος, ωστόσο κι από τη μεριά του γαμπρού κι από τη μεριά της νύφης βγαίνανε νεαρά αγόρια «προσκαλεστάδες - Βλάμηδες». Πόρτα - πόρτα γύριζαν και μοίραζαν τρία κουφέτα στις γυναίκες κι ένα ποτήρι κρασί από την τσίτσα (ξύλινο δοχείο για κρασί) στους άνδρες.

 

Στον κουμπάρο, ο οποίος ήταν συνήθως ο νουνός του γαμπρού, έστελναν ιδιαιτέρως ένα μήλο ή κυδώνι, που τα στόλιζαν με κουφέτα και νομίσματα. Την ίδια μέρα στο σπίτι της νύφης ετοίμαζαν το γιούκο. Στην πιο ευρύχωρη κάμαρα του σπιτιού στοίβαζαν τα προικιά, μάλλινα υφαντά, πολύχρωμες φλοκάτες, μαντανίες, κιλίμια κλπ.

 

Και στη γωνιά εκεί ξεχώριζε η νυφιάτική φορεσιά (τα κολοβά), από λευκή μάλλινη τσόχα (σκουτί) χωρίς μανίκια, ολοκέντητη με μπρισίμια και πούλιες. Από μέσα φορούσαν μια άσπρη βαμβακερή πουκαμίσα και στο κεφάλι την μπόλια (μαντήλι). Στο στήθος κρεμούσαν μια μεγάλη καρφίτσα με πετράδι και γιορντάνι με πολλές σειρές φλουριά. Τη φορεσιά συμπλήρωνε η χιλιοτραγουδημένη βελουδένια, ολοκέντητη ποδιά που συνήθως είχε χρώμα βυσσινί.

 

Την πανάκριβη αυτή φορεσιά λίγες μπορούσαν ν' αποκτήσουν. Οι λιγότερο εύπορες φορούσαν τη μάλλινα, υφαντό απλό φόρεμα χωρίς μανίκια με πολλές πτυχές και το πολκάκι (ζακετάκι). Από μέσα φορούσαν βαμβακερή πουκαμίσα και στο κεφάλι την μπόλια. Αργότερα η νυφιάτική φορεσιά είναι ένα απλό φόρεμα διαφόρων χρωμάτων ενώ στο κεφάλι φορούσαν λευκό πέπλο. Τα νυφικά παπούτσια τα έστελνε μέσα σε δίσκο ο γαμπρός.

 

Το γιούκο τον έραιναν με ρύζι, λουλούδια, κουφέτα και νομίσματα κι ανέβαζαν επάνω ένα αρσενικό παιδί για να πάει γούρι. Βεβαίως δεν έλειπαν τα κεράσματα και τα τραγούδια.

 

Η μεταφορά των προικιών στο σπίτι του γαμπρού γινόταν με ζώα. Μία ολό­κληρη τελετή, η παράδοση της προίκας στο γαμπρό. Στην αυλή του σπιτιού την νύφης στοίβαζαν τα προικιά και πάνω τους ανέβαζαν ένα  αγόρι. Για να τα παραλάβει ο γαμπρός έπρεπε να «πληρώσει». Οι παριστάμενοι συγγενείς παρότρυναν το αγόρι να ζητήσει κάτι πάρα πάνω και μόνο τότε να κατέβει και να παραδώσει τα προικιά.

 

Το Σάββατο ετοίμαζαν τα φαγητά και το ίδιο βράδυ έκαναν τραπέζι στο σπίτι της νύφης. Την Κυριακή γινόταν η γαμήλια τελετή.

 

 Η ετοιμασία του γαμπρού άρχιζε με το ξύρισμα, ενώ έπαιζαν τα όργανα, τραγουδούσαν και έριχναν τουφεκιές. Πολύ παλιά ο γαμπρός φορούσε την άσπρη φουστανέλλα με τα πολλά λαγγιόλια (πτυχές). Το πουκάμισο, που του φόρούσαν καθώς και οι κάλτσες ήταν δώρα τη νύφης. Στην τσέπη του γαμπρού έβαζα κουφέτα, τα οποία μετά την τελετή μοίραζαν στα ανύπαντρα κορίτσια να τ βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους, γι να δουν στον ύπνο τους ποιόν θα παντρευτούν.

 

Τη νύφη έντυναν οι φίλες της με γέλια και επαινετικά τραγούδια. Ο ορφανές δεν επιτρεπόταν να την αγγίξουν. Επίσης, για να αποτρέψουν το μάτιασμα της νύφης, όταν την έντυναν, έδεναν πάνω της ένα τράγιο σχοινί (το κατασκεύαζαν από τραγόμαλλο).

 

Τα όργανα έπαιρναν τον κουμπάρο από το σπίτι του και στη συνέχεια το γαμπρό. Κατόπιν πήγαιναν όλοι μαζί να πάρουν τη νύφη. Τα λαλούμενα έπαιζαν και όλοι τραγουδούσαν:

 

«Τώρα το πουλιά τώρα τα χελιδόνια

τώρα οι πέρδικες σιγολαλούν και λένε

ξύπνα αφέντη μου

ξύπνα γλυκιά μου αγάπη

ξύπνα, κι αγκάλιασε με

κορμί κυπαρισσένιο, ξύπνα και φίλησε με

χειλάκι κερασένιο».

 

Μπροστά πήγαιναν τρία παλικαριά (συχαρικιάριδες - Βλαμάδες) καβάλα στ' άλογα. Ο ένας από αυτούς κρατούσε το φλάμπουρο, ένα μεγάλο μαντήλι κρεμασμένο σ' ένα πανύψηλο ξύλο, που στην κορυφή του είχε σταυρό κι ένα μήλο ή κυδώνι στολισμένο με νομίσματα. Αυτοί πήγαιναν τα συχαρίκια, ότι φτάνει ο γαμπρός. Στο σπίτι της νύφης τους κερνούσαν κρασί, ενώ η νύφη έδενε στο καπίστι των αλόγων ένα λευκό μαντήλι. Σαν έφτανε η πομπή του γαμπρού στο σπίτι της νύφης η μητέρα της υποδεχόταν το γαμπρό και καρφίτσωνε στο πέτο του ένα άσπρο μαντήλι, για να είναι κουβαλητής στο σπίτι του.

 

Οι παριστάμενοι τραγουδούσαν:

 

«Έβγα νύφη μου στολισμένη

και μηλιά λουλουδιασμένη

έβγα λίγο να σε ιδούμε

και να σου ευχηθούμε».

 

Η νύφη τραγοθδούσε:

 

«Δε μου λέτε σεις γειτόνοι

 τι κακό είδατε από μένα

 και με στέλνετε στα ξένα;»

 

«Ευχή σου με μάνα μου

ευχή σου με

δώσ' μου την ευχή σου».

 

 Κι αν ήταν ορφανή έλεγε:

 

 «Ευχή σου με μάνα μου

ευ­χή σου με

κι ας είσαι κι απ' τον Αδη».

 

Το τραγούδι της μάνας:

 

«Ώρα καλή πουλάκι μου

με γεια σου με χαρά σου

τριαντάφυλλα στο δρόμο σου

λουλούδια η δημοσιά σου

και στο σαράι που θα πας

χρυσά να βρεις στρωμένα».

 

Η νύφη:

 

«Μανούλα τα λουλούδια μου

συχνά να τα ποτίζεις

ν' ανθίζουν να δροσίζονται

και μένα να θυμίζουν».

 

Η νύφη αφού έκανε το σταυρό της, για να πάει καλά η καινούργια της ζωή, πετούσε ένα μαξιλάρι προς τα πίσω, ανέβαινε στο στολισμένο άλογο και ξεκινούσε για την εκκλησία, κοιτούσε συνεχώς προς τα πίσω μέχρι να σκαπετίσει (να στρίψει) για να συνδίσουν (μονιάσουν).

 

 Στο σπίτι της θα γύριζε πάλι την επομένη Κυριακή, στα πιστρόφια, που ήταν η πρώτη μετά το γάμο επίσκεψη της νύφης και του γαμπρού, στο πατρικό της νύφης.

 

Γάμος Ειρήνης Κωλοφωτιά στον Αϊ - Γιάννη

 

Όλοι μαζί κινούσαν για την εκκλησία, όπου γινόταν η στέψη. Οι λαμπάδες ήταν απλές, τα στέφανα ήταν αγορασμένα από τον κουμπάρο, ο οποίος κατά τη διάρκεια της τελετής στερέωνε στις πλάτες του γαμπρού και της νύφης ένα ύφασμα.

 

Όταν τελείωνε η στέψη πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Αν τύχαινε η νύφη να είναι από άλλο χωριό, η τελετή γινόταν στο χωριό της νύφης, οπότε όλοι πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού καβάλα στ' άλογα με τα χρωματιστά κιλίμια.

 

Μπροστά ο φλαμπουριάρης πίσω τα όργανα, η νύφη, ο γαμπρός, συγγενείς, χωριανοί και φίλοι έφταναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί ο φλαμπουριάρης άφηνε το φλάμπουρο στη στέγη του σπιτιού. Αφού έλεγαν τ' ανάλογα τραγούδια όπως:

 

«Έβγα, κυρά και πεθερά

για να δεχτείς την πέρδικα

για να δεχτείς την πέρδικα

που περπατάει λεβέντικα...».

 

«Γαμπρέ τη νύφη που σου δίνουμε

να μη την εμαλώνεις

σαν το σγουρό βασιλικό

 να την εκαμαρώνεις»

 

Η μητέρα του γαμπρού υποδεχόταν τη νύφη και άρχιζαν τα νυφιάτικα προσκυ­νήματα, μυστηριακά έθιμα με πανάρχαια καταγωγή.

 

Τα ζωσίσματα, τα δώρα, που έδινε η νύφη στους συγγενείς του γαμπρού,  ήταν μαντήλια, κάλτσες, κεντητά μαξιλάρια κλπ Ένα μικρό αγόρι, από το σόι του γαμπρού, το ανέβαζαν στο άλογο της νύφης. Η νύφη αφού φιλούσε το αγόρι το έζωνε με τη μαρούδα (μαθητική σάκκα, που κατασκεύαζαν από μάλλινο υφαντό, πάνω στο οποίο πρόσθεταν διάφορα κεντήματα) και με την κουλούρα, που είχαν δέσει με μια κόκκινη κορδέλα.

 

Η μητέρα του γαμπρού έδινε στη νύφη την προβέντα, (ειδικό ψωμί επτάζυμο ψημένο στο ταψί με διάφορα κεντήδια και ζάχαρη). Αυτή αφού έτρωγε λίγο την έσπαγε στο κεφάλι της και πετούσε τα κομμάτια στους συγγενείς και φίλους.

 

 Επίσης η πεθερά έδινε στη νύφη μια κανάτα κρασί. Αυτή αφού έπινε λίγο έχυνε στη συνέχεια το κρασί στη γη κάνοντας το σχήμα του σταυρού.

 

Πριν κατέβει από το άλογο της, η νύφη πετούσε στους παριστάμενους μήλα και κυδώνια. Η ανύπαντρη, η οποία κατάφερνε να πιάσει το κυδώνι το στολισμένο με κουφέτα και νομίσματα παντρευόταν σύντομα.

 

Αφού έκανε τρεις γύρους εκεί στην αυλή του σπιτιού, για να στεριώσει, κατέβαινε η νύφη από το άλογο. Πριν μπει η νύφη στο καινούργιο της σπιτικό έσπαγε στην πόρτα ένα ρόδι, σύμβολο της αφθονίας, της ενότητας, της κοινής ζωής και προκοπής. Στην είσοδο η πεθερά τάιζε τη νύφη και το γαμπρό μέλι και καρύδια. Από την αρχαιότητα τα καρύδια ήταν καρπός που συμβόλιζε τη γονιμότητα. Στην συνέχεια της  έβαζε στο πλατύσκαλο του σπιτιού να πατήσει ένα σίδερο, για να είναι σιδερένιος ο γάμος τους.  Αφού τελείωναν αυτά το ζευγάρι έμπαινε στο σπί­τι.

 

Η διασκέδαση άρχιζε με το τραπέζι του γάμου. Σ' αυτό σερβίρονταν κρέας, ρύζι, μακαρόνια, αλλά και στιφάτο (στιφάδο). Αυτό ήταν το φαγητό που πρόσφερε ο κουμπάρος και το οποίο σέρβιραν αργά το βράδυ, όταν το γλέντι είχε ανάψει. Το κρασί ήταν άφθονο, με τρα­γούδια, προπόσεις και φυσικά χορό.

 

«Πρώτα θα πάρω ορισμό

και δεύτερα θ' αρχίσω

την τιμημένη συντροφιά

να την ευχαριστήσω

μαλαματένια τράπεζα

με τ' ασημένια πιάτα

με τα ωραία φαγητά

και τα γυαλιά γιομάτα

ένα τραγούδι θε να πω

επάνω στο κεράσι

τ' ανδρόγυνο που γίνεται

να ζήσει να γεράσει

 κι άλλο τραγούδι θε να πω

απάνω στο λεμόνι

να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

και η παρέα όλη

ένα τραγούδι θε να πω

μα έχω και το θάρρος

να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός

να ζήσει και ο κουμπάρος».

 

Διασκέδαζαν μέχρι το πρωί, ίσως και την άλλη μέρα.

 

Όταν τελείωναν οι πανηγυρισμοί, η νέα γυναίκα περνούσε κάτω από την εξουσία της πεθεράς της και η εξουσία αυτή μπορούσε, ανάλογα με την περίπτωση να είναι ευμενής ή αυστηρή. Παλαιά ίσχυε και ο «έλεγχος της αγνείας». Στην περίπτωση, που η νύφη δε βρισκόταν αγνή ο γαμπρός είχε το δικαίωμα «να τη γυρίσει στη μάνα της». Οι χωριανοί διηγούνται ότι πολύ παλιά μια νύφη από άλλο χωριό, που δεν ήταν αγνή, τη γύρισε ο γαμπρός πίσω στο χωριό της με τη συνοδεία των οργάνων.

 

Τη Δευτέρα μετά το γάμο η νύφη παρασκεύαζε μια πίτα. Την ώρα που έπλαθε τα φύλλα οι παριστάμενοι συγγενείς της τα χαλούσαν σταυρώνοντας τα με νομίσματα και με την ευχή, να κάνει γιους μαλάματα και γιους καπεταναίους. Μια ακόμα γιορτή για το πρώτο φαγητό που ετοίμαζε η καινούγια νοικοκυρά, η οποία τη Δευτέρα δεν ασχολούταν με τίποτε άλλο, αλλά καθόταν και καμάρωνε.

 

Γι αυτό και λένε:

«Ορέ, σαν την νύφ' άπου διφτέρα καθετί»

για όσους μένουν αδρανείς.

 

Την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο πήγαινε η νύφη νωρίς το πρωί στην εκκλησία και ο παπάς της διάβαζε μια ευχή. Όπως ήδη αναφέραμε, αυτή την Κυριακή επισκεπτόταν η νύφη μαζί με το γαμπρό τους γονείς της. Επίσης επίσκεψη έκανε η νύφη και στη νονά της, της δώριζε παπούτσια και η νονά με τη σειρά της, της πρόσφερε δώρα για το γάμο, συνήθως κάποιο χάλκινο σκεύος.

 

Αργότερα τα περισσότερα από τα έθιμα χάνονται και τη θέση τους παίρνουν τα παρείσακτα έθιμα από άλλα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού όπου μετανάστευσαν έλληνες. Π.χ.

 

-         Στη νύφη, για να μη την πιάνει το μάτι αντί για τράγιο σχοινί κρύβουν κάπου στο φόρεμα της ένα θερμόμετρο, επειδή λέει έχει υδράργυρο!

 

-         Πριν φορέσει η νύφη τα παπούτσια οι κοπέλες γράφουν στις σόλες τα ονόματα τους, γιατί πιστεύουν πως όποιας το όνομα σβηστεί εκείνη και θα παντρευτεί.

 

-          Ο γαμπρός περιμένει τη νύφη στην εκκλησία, η οποία φθάνει φορώντας το λευκό φόρεμα της. Η νύφη δεν πετάει το χρυσωμένο κυδώνι αλλά την ανθοδέσμη.

 

Με τον καιρό έγινε κι ο χωριάτικος γάμος, όπως τόσες άλλες εκδηλώσεις της ζωής, απλό κοινωνικό φαινόμενο χωρίς διάσταση, χωρίς φαντασία, χωρίς «παραμύθι». Μια τυπική πρόσκληση μια παγωμένη ευχή και το «μυστήριο» γίνεται μια ψυχρή υποχρέωση χωρίς διάσταση, χωρίς προεκτάσεις.