Παλιές Λέξεις & Εκφράσεις

( Ντοπιολαλιές )

 

 

v                Οξαπουδός = Ο ανεπιθύμητος, ο διάβολος

v                Πέτακας = Γκρεμός.

v                Τζιανός = Λαιμός, σβέρκος.

v                Ριβά = Λοξά, πλάγια

v                Φιλεΰω = Προσφέρω κάτι, δίνω φιλοδώρημα ή δώρα.

v                Φιβγάλα = Η φυγή, η τρεχάλα

v                Απίθοσε = Τοποθετώ (τοπο­θέτησε) κάτι πρόχειρα (αρχ. αποθέτω).

v                Αστουχάω (ξαστουχάω) = Ξεχνώ, δεν βρίσκω στόχο.

v                Δρουμάω - Τρέχω. Κεραμανίζω = Ζαλίζομαι, νυστάζω

v                Κινάου = Ξεκινώ

v                Μπλάνα = Συμπαγής όγκος χώματος

v                Αυγατίζω = Αυξάνω.

v                Ξεμτσιάλεμα = Παραχαϊδεμένο παιδί

v                Μπινιάρικα = Δίδυμα

v                Μαλάζου = Πιάνω ελαφρά, αγγίζω

v                Απολουϊέμαι = απαντώ

v                αδιδώ, αδιδούλια = σε τούτο εδώ το σημείο

v                άιστι = εμπρός

v                κρένω = μιλάω

v                άκριτου = το βουβό, το αμίλητο

v                αποσταίνω = κουράζομαι

v                βουδώνω = προλαβαίνω

v                ζούμπερο = μικρό άγριο ζώο

v                βουνιά = η κοπριά ζωών (βοοειδών)

v                γεύουμαι = ταλαιπωρούμαι

v                γιουρτάω = ορμώ με πείσμα, επιτίθεμαι

v                γκλάβα = το κεφάλι

v                γκορδελιάγκος = λάρυγγας

v                διάτα = συμβουλή

v                δρασκιλάω = υπερπηδώ

v                δρούγα = το νήμα που μαζεύεται στο αδράχτι μετά το γνέσιμο, κουβάρι.

v                Χαλεύω = Ζητώ

v                Κάρακλο = Νεκροκεφαλή

v                θαλαπώνω = Εξαφανίζω

v                Ζλάπ = Μικρό άγριο ζώο

v                Βουλά = Η φορά, η περίσταση

v                Ζουρλουιταντιέρα = Ανθρωπος ακατα­λόγιστος, τρελός, τρελίαρης

v                Απλόχειρο = Ποσότητα κάποιου εί­δους που χωράει η παλάμη

v                Κουϊρούκι = Είδος κτενίσματος (δύο κοτσίδες δεμένες πάνω στο κεφάλι)

v                Κακαργιέται = Η κότα όταν κράζει, μεταφορικά όταν φλυαρεί ή γελάει

           δυνα­τά κάποιος

v                Καλαμκανάς = Ο πελαργός και μετα­φορικά αυτός που έχει πόδια λεπτά

            και ψηλά

v                Λουγιάζου = Σκέπτομαι

v                Παρζακανιά = Συμφωνία, συναλλαγή, κουμπαριά, ζαβολιά

v                Μούτος = Μουγκός

v                Μόλεμα = Μίασμα, μαγάρισμα

v                Ξαργού = Επίτηδες

v                Ξισγαρλάου = Ανιχνεύω κάτι με αιχμηρό αντικείμενο

v                Τσαρχοθλιά = θηλεία για να δένεται το λουρί οία γουρουνοτσάρουχα

v                Αναφακάς = Τροφή και μέσα για να ζήσει κάποιος

v                Τσιακα - Παρακα = Αμεσα, εδώ και τώρα

v                Φκέντρα = Εκ του βουκέντρα. Μυτερό ίσιο ξύλο για παρενόχληση στα

οπίσθια του ζευ­γαριού τον βοδιών που έσερναν το αλέτρι, ώστε να κατευθύνονται και επιταχύνουν το όρ­γωμα. ( Χρησιμοποιούταν και μεταφορικά για να δείξουν ότι είχε προχωρήσει το πρωινό «ο ήλιος έχει πάει μια φκέντρα επάνω» )

v                Αραδιάζω = Βάζω-κάτι στη σειρά (μεταφορικά περνώ συνεχώς από κάπου).

v                Αλαφρουπαλάντζας = Ο μη σοβαρός, ο ανόητος

v                Ζαλώνουμαι = Φορτώνομαι στην πλάτη (πήγα και έφερα μια ζαλιά

πουρνάρια)

v                Κιοτεύω = Δείλιαζα

v                Κλουπακάου = Κουνάω πέρα - δώθε δοχείο που έχει υγρό

v                Κουκόσια = Καρύδι ξηρό χωρίς την πράσινη φλούδα

v                Συγκιργιάζου = Συνδέω διάφορα αντικείμενα μεταξύ τους

v                Ανταμκό = Μισό - μισό, συνεταιρικό

v                Αναρόχαξε (το χωριό) = Αναστατώθηκε

v                Βαΐζει (το γμάρ) = Γέρνει το φορτίο από τη μία μεριά (στο γαϊδούρι)

v                Αναβιρβιρίζω, αναβίρβερξα = Τρομάζω, τρόμαξα

v                Κάλιου = Καλύτερα

v                Κουμπουθιάζω = Κουμπώνω, δένω κόμπο

v                Λαχαίνου = Πετυχαίνω

v                Λιχριάζου = Χάνω τις αισθήσεις μου

v                Πανιάζου = Κιτρινίζω

v                Πλειότιρου = Περισσότερο.

v                Πανταΐδιος = Ο ίδιος ακριβώς, αγέραστος

v                Κουρτίζου (κάποιον) = Τον νευριάζω

v                Καρλαύτης = Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά

v                Καντλαναύτης = Αυτός που ανάβει τα καντήλια στην εκκλησία,

ο πολύ ψηλός

v                Ταλιαγρίζω = Τιμωρώ, δέρνω, εκδικού­μαι, ταλαιπωρώ

v                Σερέντα = Βόλτα, περίπατος, κίνηση με προορισμό

v                Ξαρμίζομαι (ξαρμίστηκα) = Βγάζω τα ρούχα μου για να δουλέψω,

 μαζεύω τα μανίκια, ανασκουμπώνομαι

v                Ξαντλίζομαι = Χτενίζω τα μαλλιά, τα ξεμπερδεύω

v                Χλιμίντρισμα = Κραυγή μουλαριού, κυρίως όταν βλέπει να του

πηγαίνουν φαγητό

v                Κουτάω (Αν κούτας κάντο) = Τολμώ (αν τολμάς κάνετο)

v                Μεργιάξω = Παραμερίζω

v                Ματσιαλάω = Μασάω

v                Μπαζίνα = Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο.

v                Σαούρα = Ησυχία (μη βγάλεις λέξη)

v                θαρρεύουμαι: = Εμπιστεύομαι, παίρ­νω θάρρος

v                θρονιάζουμαι = Κάθομαι απρόσκλητος

v                Κουλουκρίζω = Κόβω τα μαλλιά των ζώων (προβάτων).

v                Θκάρ = θηκάρι από μαχαίρι

v                Τετράφταλος = Απρόσεκτος, γκαφα­τζής, που ενεργεί χωρίς να σκέπτεται

v                Σαλαγάω = Διώχνω τα πρόβατα

v                Αψτουμήθκα = έπεσα

v                Απουλουήθκα = Απάντησα

v                Τράω = Κοιτάζω

v                 Βρυζόνια = Μεγάλες δικτυωτές θήκες για άχυρα κ.λ.π.

v                Νιανιά = Το φαγητό των μικρών παιδίών

v                Πήγε θράσιος = Σκοτώθηκε ή πέθανε κάποιος χωρίς να καταλάβει

κανένας γιατί (πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι).

v                Κακομούτσουνος = Πολύ άσχημος

v                Κοίτουμε = Είμαι ξαπλωμένος από αρρώστια

v                 Αϊ κοιτάσ' εκεί = Κάτσε εκεί που είσαι και μη μιλάς

v                Συνταρχάω = Ανακατεύω ( την Φωτιά)

v                Ξαμώνω = Απλώνω το χέρι μου προς μια κατεύθυνση

v                Μας κάνει τον Κλεμανσώ = Ειρωνική έκφραση για όσους μεγαλοπιάνονται

v                Τρία πουλιά κι' ένα τσιώνι = Λέγεται για κάποιον που λέει κουταμάρες

v                Πέντε μήνες έξι αδράχτια, πότε τα' φτιαξα η καημένη = Λέγεται για

τις ανεπρόκοπες γυναίκες.

v                πουδουτσακιέμαι = τρέχω σαν αλλόφρων

v                ρεκάζω = βγάζω δυνατή κραυγή από πόνο

v                σαλαγάω = κατευθύνω με φωνές ή σφυρίγματα (τα ζώα)

v                σαρμανίτσα = ξύλινο κρεβατάκι μικρού

v                σκιαζούρ = το φόβητρο

v                στριντζώνομαι = πιέζομαι, σφίγγομαι

v                τσιαούλια = τα σαγόνια

v                τσουρναράω = χύνω νερό σιγά - σιγά

v                φλετράω = πετάω

v                κουλουμουντρίζω = καθυστερώ άσκοπα

v                αναμτσεύεται η χολέρα = λέγεται για κάποιον γελοίο που πάει να βγει

από πάνω, σηκώνει κεφάλι.

v                σιντίλα = γύρω - γύρω (τα φέρνει όλα σιντίλα)

v                αλάργα = μακριά

v                γαλάρια = (ζώα) που έχουν πολύ γάλα

v                μποΰλτσιο = ότι απομένει από τον καρπό της καλαμποκιάς μετά την αφαίρεση

του καθαρού καλαμποκιού

v                σκανζιλίθρα = σπίθα που πετάγεται απ' τη φωτιά

v                βλόερος = στρογγυλή σφραγίδα ξύλινη με χριστιανικά σχήματα που

σφραγίζουν τα πρόσφορα

v                κριτσανάω = μασώ κάτι σκληρό κάνοντας θόρυβο

v                 λαβατώνω = ξαφνιάζομαι με φόβο

v                 λαγιάζω = κρύβομαι

v                λότελα = τελείως

v                 μάγγανα = φιλονικία, μάλωμα

v                 μαργώνω = κρυώνω

v                μπλατσιανάω = βουτάω μέσα στο νερό, ανακατεύω τα νερά

v                νταβανίζω ( Μην χαζονταβανίζεις )= χαζολογάω, ασχολούμαι με

ασήμαντα πράγματα

v                ντραλίζουμε = ζαλίζομαι

v                 ντιριέμαι = τεντώνομαι

v                ξιστρουπώνω  =  ανακαλύπτω,   βρίσκω κάτι καταχωνιασμένο

v                 ξισάρκουτος = γυμνός

v                αναμτσενομαι =  κάνω πως δεν μου αρέσει κάτι

v                ουϊδίζω = μοιάζω

v                ορμήνια = συμβουλή

v                πατλιά = είδος θάμνου

v                πάφλος = τσίγκος

v                Κουλουφούσια = Παραφυάδες δέντρων

v                Μαδουκέφαλος = Φαλακρός

v                Κουλσυπρεποΰδια = Κουβεντολόι, κουτσομπολιά.

v                Απίστομα = Μπρούμυτα

v                Ξιφταλάϊασμα = "Ελαφρός" στους τρόπους άνθρωπος, που φέρεται

           επιπόλαια.

v                Ξικτάλιασμα, Ξικτάλης = Γέρος που έχει χάσει τα μυαλά του

v                Ολότελα = Εντελώς

v                πιγκώνομαι = αισθάνομαι   δυσκολία στην κατάποση, πνίγομαι από

          άγχος, στεναχωριέμαι

v                Κάθεται σα νύφη από Δευτέρα = Λέγεται για όσους παρουσιάζονται

με αδιάφορο, προσποιητό ύφος, επειδή τη Δευτέρα μετά το γάμο η νύφη δεν ασχολείται με τίποτε, αλλά κάθεται και καμαρώνει.

v                Τ' κτσού , τ' καλαμκανά,  τ' κάνει ο θεός παιδιά = Για όλους φροντίζει ο θεός.

v                Αλλιώς κυράμ' το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι και μασ' το

γουρουνάκι σου να μη σου τρώει τ' αλεΰρι = Λέγεται για όσες δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους

v                Με τον ήλιου τα βγάζω, με τον ήλιο τα βάζω, τι έχουν τα έρμα

και ψοφάν; = Λέγεται για τους τεμπέληδες και για αυτούς που καθυστερούν μόνιμα. Στην κυριο­λεξία επειδή τα πρόβατα αποφεύγουν τον πολύ ήλιο και τη ζέστα και δεν βόσκουν, με τη φράση υποδηλώνεται ότι, όταν τα βγάζει απ' το μαντρί και τα βάζει σ' αυτό με τον ήλιο, στην ουσία τα αφήνει νηστικά και ψοφούν.

v                «Αμα δεν ήθελες να ακούεις τα βαρδάργια, ας μην πάινες στου

Μύλου» (Βαρδάρι είναι όργανο του νε­ρόμυλου, που ρυθμίζει την πτώση του αλέσματος, το οποίο κάνει θόρυβο). = Τη φράση τη λέγανε όταν ήθελαν να δείξουν πως μπορείς να αποφύγεις τα δυσάρεστα, αρκεί να το θέλεις

v                Αμα ακούϊτι του γάτους σαοΰρα τα ποντίκια = Λέγεται για τα

 παιδιά και τους ανθρώπους που για να μην κάνουν ατα­ξίες ή για να δουλέψουν χρειάζονται επίβλεψη.

 

<< Back