Η Υφαντική |
Η υφαντική έχει παλιά παράδοση στον τόπο μας. Το ελληνικό υφαντό πριν αποτελέσει αντικείμενο βιομηχανικής αναπαραγωγής ήταν μία δουλειά ξεχωριστά επίπονη. Η προπαρασκευαστική εργασία, ο τρόπος της βαφής των νημάτων, η ύφανση ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή και αφιέρωση. Από τις κυριότερες υφαντικές ύλες, ιδιαίτερα για τις ορεινές περιοχές ήταν το μαλλί. Κυρίως το μαλλί των προβάτων το μεταχειρίζονταν για τις φορεσιές και για το ρουχισμό του σπιτιού.
Καλής ποιότητας ήταν τα μαλλιά από τα μακρά αρνιά, τα ρούντα όπως τα έλεγαν. Τα μαλλιά από τα γίδια τα μεταχειρίζονταν για τις κάππες των βοσκών ή για βαριά σκεπάσματα, τα τράγια τσόλια. Εκτός από το μαλλί μεταχειρίζονταν και μπαμπακερά νήματα, αυτά όμως τα αγόραζαν έτοιμα, επίσης ύφαιναν και πάνινα (κουρέλια). Όταν κούρευαν τα πρόβατα ή τα γίδια, έπλεναν τα μαλλιά με ζεστό νερό για να φύγει το φυσικό λίπος τους.Ύστερα τα έξαιναν, δηλαδή τα αραίωναν ελαφρά και τα άπλωναν να στεγνώσουν, για να τα ξαναξάνουν αργότερα και να τα καθαρίσουν από τα ξερά χόρτα ή τα αγκάθια. Την εργασία αυτή την έκαναν στα λεγόμενα νυχτέρια.
Αφού έξαιναν τα μαλλιά και τα έκαναν «τλούπες», δηλαδή μικρές μπάλες, τα λανάριζαν με τα λανάρια ή τα τουρκολάναρα. Αυτά ήταν ξύλινα και είχαν συρμάτινα δόντια τα πρώτα, και χονδρά σιδερένια καρφιά τα δεύτερα. Με τα λανάρια και τα τουρκολάναρα χτένιζαν τα μαλλιά και ετοίμαζαν τις τλούπες για το γνέσιμο. Λίγο πριν το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το λανάρισμα το έκαναν λαναράδες στη Λαμία ή το Δαδί( Αμφίκλεια).
Το γνέσιμο, δηλαδή η μετατροπή του μαλλιού σε νήμα, γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία.
1) Τη ρόκα. Αυτή ήταν από ξύλο, συνήθως δρυς, μήκους 40- 50 εκ., στολισμένα με πολλά σκαλίσματα ή ήταν κατασκευασμένη από κλαδί έλατου, που στην κορυφή άφηναν τη φυσική του διακλάδωση και έφερναν τα δύο κλαδάκια προς τα κάτω. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τλούπες για να τις γνέσουν.
2) Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκυλώνει το νήμα και στο κάτω μέρος τοποθετούσαν το σφοντύλι. Αυτό ήταν από βαρύ ξύλο, για να διευκολύνεται το γνέσιμο. Για να γίνει το γνέσιμο, στερέωναν τις ρόκες συνήθως κάτω από την μασχάλη (σημ.: Δεν έγνεθαν μόνο καθιστές αλλά ακόμα και όταν περπατούσαν. Πηγαίνοντας στο χωράφι, έφτιαχναν μια δρούγα.(Δρούγα είναι το νήμα που μαζεύεται στο αδράχτι μετά το γνέσιμο). Με το αριστερό χέρι έπαιρναν μαλλί, από τις τλούπες, που ήταν στερεωμένες στη ρόκα και το έστριβαν, μετά πάλι το έστριβαν με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι. Έτσι με την περιστροφική κίνηση του αδραχτιού και την προς τα κάτω από το βάρος του τάση σχηματιζόταν το νήμα. Αυτό το έκαναν λεπτό ή χονδρό, περισσότερο ή λιγότερο στρωμένο, ανάλογα με το τι ήθελαν να υφάνουν.
Μετά το γνέσιμο ξετύλιγαν το νήμα από το αδράχτι και το ξανατύλιγαν σε κουβάρια, ή με το τυλιγάδι, το οποίο ήταν ένα ξύλινο μακρόστενο στέλεχος, που τα δυο του άκρα ήταν δύο ξύλινα μικρά στελέχη κάθετα προς το στέλεχος, αλλά παράλληλα μεταξύ τους. Το νήμα του αδραχτιού το έφερναν εναλλάξ από το ένα άκρο στο άλλο και το τύλιγαν πάνω στα ακρινά ξύλα. Έτσι σχηματιζόταν μια κουλούρα από πολλούς νημάτινους κύκλους που την έλεγαν τσικλί.
Τα κουβάρια ή τα τσικλιά, που ήταν για τη τσούκνα, δηλαδή για το ύφασμα με το οποίο κατασκεύαζαν τα χονδρά ρούχα, τα έβαζαν πάλι σε καζάνι με βραστό νερό, (ώστε να μην έχουν μικρούς κόμπους που δυσκόλευαν την ύφανση. Σ' αυτό το στάδιο γινόταν και το βάψιμο. Σαν βαφικές ουσίες, για τη βαφή των νημάτων χρησιμοποιούσαν τις γνωστές μάλλινες και μπαμπακερές βαφές του εμπορίου. Χρησιμοποιούσαν επίσης φυτικές βαφές π.χ. τα φλούδια από τα φρέσκα καρύδια. Σαν στυπτικές ουσίες μεταχειρίζονταν το ξύδι για τα μάλλινα και το αλάτι για τα μπαμπακερά.
Μετά με τη βοήθεια της ανέμης (ενός άλλου εργαλείου) γινόταν η τελευταία εργασία, δηλαδή το τύλιγμα του ήδη έτοιμου νήματος σε καρούλια, το νήμα των οποίων χρησιμοποιούσαν για υφάδι.
Η τελευταία προετοιμασία πριν αρχίσει η ύφανση ήταν το διάσιμο, δηλαδή η διάταξη του στημονιού (νήματος) για το πέρασμα του στον αργαλειό. Ήταν μια εργασία που γινόταν σ' έναν ανοιχτό χώρο τη διάστρα όπως την έλεγαν.
Η πιο πολύπλοκη εργασία ήταν το πέρασμα του στημονιού στον αργαλειό. Απ' αυτό εξαρτιόταν το είδος της ύφανσης και πολλές φορές και η διακόσμηση του υφαντού. Το πέρασμα του στημονιού για τις καραμελοτές (πολύχρωμες κουβέρτες) ή για υφαντά με γεωμετρικά σχέδια το γνώριζαν λίγες γυναίκες.
Ο αργαλειός αποτελούσε μέρος της ίδιας της ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι. Μερικά από τα βασικά εξαρτήματα του αργαλειού είναι:
Τα δύο αντιά. Το μπροστινό αντί, προς το μέρος της υφάντρας δεχόταν το έτοιμο υφαντό. Το πισινό αντί δεχόταν το στημόνι.Το αντί έχει τέσσερις τρύπες για να περνά ο στριφτής, ο οποίος βοηθά στο τέντωμα του υφαινόμενου πανιού.
Το χτένι και το ξυλόχτενο. Το χτένι χρησίμευε στην ύφανση για να δίνει στα νήματα του στημονιού την κανονική απόσταση και να εμποδίζει το μπέρδεμα τους. Επίσης για να κτυπά το υφάδι στο τελειωμένο ύφασμα.
Τα μυτάρια είναι ραβδιά στα οποία είναι πλεγμένα σχοινιά μέσα από τα οποία περνούν οι κλωστές του στημονιού. Είναι κρεμασμένα στον αργαλειό από τα καρούλια, που είναι τροχαλίες και χρησιμεύουν για να περαστούν οι κλωστές πριν περαστούν στο χτένι.
Οι πατήθρες είναι μοχλοί με τους οποίους διευθύνονται τα μυτάρια. Οι πατήθρες είναι ανάλογες με τον αριθμό των μυταριών, π.χ. για να φτιάξουν τις καραμελοτές χρησιμοποιούσαν τέσσερα μυτάρια.
Όταν η γυναίκα ύφαινε, είχε δίπλα της ένα πανέρι και εκεί μέσα είχε τα μασούρια με το υφάδι. Αφού περνούσε το υφάδι με τη σαΐτα στο στημόνι, χτυπούσε δυνατά το χτένι μαζί με το ξυλόχτενο για να γίνει το πανί κρουστό και για να φτιάξει τα διάφορα σχέδια, συμμετρικά, μετρούσε το υφαινόμενο ύφασμα με τον πήχη της.
Και τι δεν έβγαινε από τα χέρια της παλιά; υφάντρας, η οποία με αγάπη και μεράκι υφαίνε ώρες ατέλειωτες, ενώ παράλληλα είχε και τόσες άλλε; εργασίες στο σπίτι και στα χωράφια. Οι γυναίκες ύφαιναν όλον τον ιματισμό τη; οικογένεια; και του σπιτιού, δημιουργώντας συνεχώς. Τα διάφορα αυτά είδη παρουσίαζαν έντονα την προσωπικότητα της κατασκευάστριας τους και έκρυβαν μέσα τους παράδοση πολλών χρόνων που μεταβιβαζόταν από γενεά σε γενεά. Σήμερα αγοράζουμε όλα αυτά τα είδη έτοιμα. Τα χέρια της υφάντρας τα αντικατέστησε η άψυχη μηχανή, που βοήθησε τεχνικά και ξεκούρασε, αλλά έσβησε την προσωπικότητα της δημιουργίας κι έδωσε μια κουραστική ομοιομορφία στα αντικείμενα.
Τα υφαντά Άλλοτε, μια ευγενική άμιλλα έκανε τις κοπέλες να συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποια θα έκανε τα ωραιότερα υφαντά. Οι ανάγκες που κάλυπταν τα υφαντά ήταν πολλές. Κατά τη χρήση τους μπορούμε να τα χωρίσουμε σε υφαντά για τις ανάγκες του σπιτιού και σε υφαντά για τις φορεσιές . Μερικά από τα υφαντά για το σπίτι ήταν:
Καραμελοτές, σκεπάσματα με άσπρο στημόνι και χρωματιστό υφάδι. Μαντανίες, σκεπάσματα με διάφορα χρώματα και σχέδια, είχαν κεφαλάρια δηλαδή χρωματιστές οριζόντιες ραβδώσεις στις δύο στενές πλευρές των υφαντών. Βελέντζες, χονδρά σκεπάσματα κόκκινα και μαύρα με ποικίλα διακοσμητικά θέματα. Κιλίμια, είχαν πάνινο στημόνι και μάλλινο υφάδι ήταν μαύρα, κόκκινα, καφέ, κ.ά. Κλούφια, μαξιλαροθήκες υφασμένες ή εξ ολοκλήρου με βαμβακερό νήμα ή με βαμβακερό και μάλλινο νήμα. Σεντόνια βαμβακερά ή μάλλινα. Τράστο ή ταγάρι, χαρακτηριστικό σακούλι της Ρούμελης για πολλές και διάφορες χρήσεις. Ήταν άσπρο ή μαύρο και είχε ποικίλα κεντήματα. Στο ταγάρι οι χωρικοί έβαζαν το φαγητό τους και το μπουκάλι με το κρασί, που έπαιρναν μαζί τους, όταν είχαν να κάνουν δρόμο ή όταν πήγαιναν στο χωράφι. Μαρούδα, μαθητική σάκα, κατασκευαζόταν από μάλλινο υφαντό, πάνω στο οποίο κεντούσαν διάφορα σχέδια. Την πρόσφερε η νύφη σ' ένα μικρό αγόρι, το οποίο έπρεπε να είναι συγγενής του γαμπρού. Τράγια τσόλια, βαριά σκεπάσματα από κατσικίσιο μαλλί. Το σκουτί, ύφασμα για τις φορεσιές. Μ' αυτό κατασκεύαζαν σακάκια, παντελόνια, ζακέτες, μάλλινες (γυναικείο φόρεμα χωρίς μανίκια). Κάππες ή τα καππότια, ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί και τις στόλιζαν με τα σειράδια (πλεκτά κορδόνια). Τις φορούσαν οι βοσκοί.
Απόσπασμα από την εφημερίδα «Τα Νέα της Οίτης» . Γράφει ή Νικολοπούλου Ιωάννα
|
|