Η Σπορά

 Η προετοιμασία για τη σπορά άρχιζε μετά το θερισμό. Έκαιγαν τις καλαμιές, ξερίζωναν κάθε χόρτο, έβγαζαν κάθε ρίζα, καθάριζαν καλά το χωράφι, και το όργωναν με το αλέτρι. Περίμεναν να βρέξει και το διβόλιζαν, δηλαδή το ξανάκαναν, το ξαναγύριζαν και περίμεναν τις βροχές του Οκτωβρίου πανέτοιμοι για τη σπορά.

   Ο αγρότης κράταγε σπόρο από την προηγού­μενη χρονιά, από το πιο μεστωμένο στάρι που ξεχώριζε στο αλώνι. Μόλις άπλωνε το χέρι του να πιάσει το σπόρο η γυναίκα του του’ ριχνε νερό λέ­γοντας: όπως τρέχει το νερό να τρέχει και το βιός.

   Το σπόρο τον έβαζε σ' ένα κοφίνι και τον βούταγε σε βαρέλι με γαλαζόπετρα, για να αποφύγει το δαυλίτη, ένα ζιζάνιο που φύτρωνε στο στάρι και το μαύριζε. Χρειαζόταν τότε να πλυθεί πριν πάει στο μύλο.

Το σπόρο (το γιαλοπετρισμένο) τον ανακάτευε με το στάρι που είχε πάει στην εκκλησία την Κυριακή της Μισοσποριτίσας ( Γεωργική γιορτή, για να ευλογηθούν τα Σπόρια ).

     Ήταν πλέον έτοιμος να μπει στο λιναρένιο ντορβά ( Σποροσάκι ), που κρέμαγε ο αγρότης στον ώμο του έτοιμος να αρχίσει τη σπορά. Η δουλειά αυτή δεν ήταν εύκολη, μα χρειαζόταν πείρα και δεξιοτε­χνία. Έπρεπε να προσέχει πολύ πώς θα έριχνε το στάρι, γιατί απ' αυτό εξαρτιόταν και πώς θα φύ­τρωνε, μην είναι ούτε πολύ πυκνό ούτε πολύ αραιό  γνωστή η παροιμία που λέει "όπως σπείρεις θα θερίσεις".

    Για να καταφέρει να σπείρει σωστά, χώριζε το χωράφι λωρίδες (σποριές), με φάρδος 10 δρασκελιές η κάθε μια. Πρόσεχε με το μάτι να είναι ίσες και παράλληλες, όσο ήταν δυνατόν, χωρίς να τις μετράει.

 Ξεκίναγε από τη δεξιά άκρη της λωρίδας και κάθε βήμα που άλλαζε έ6αζε το χέρι στο ντορβά, έπαιρνε το σπόρο και τον σκόρπιζε στο χωράφι. Όταν έφτανε στην άκρη, πέρναγε στην απέναντι μεριά, γύριζε προς τα πίσω και συνέχιζε να σπέρνει με τον ίδιο τρόπο, ώσπου έφτανε στο σημείο που ξεκίνησε. Τότε άρχιζε το σπάρσιμο στη δεύτερη (σποριά).

   Μετά σβάρνιζε το χωράφι με τη σβάρνα, για να ανακατευτεί, να ισοπεδωθεί και να καλυ­φθούν οι σπόροι (για να μην τους τα τρων τα πουλιά). Η σπορά ήταν από τις σοβαρότερες δουλειές του αγρότη και όταν τελείωνε ένοιωθε μεγάλη ανακούφιση.

   Του Σταυρού έπαιρνε αγιασμό και ρένταγε τα σπαρτά (κυρίως για τα ποντίκια). Τελευταία του έγνοια ήταν το βοτάνισμα, που γινόταν τον Απρί­λιο. Μετά περίμενε πώς και πώς το Θεριστή για να δει και να μαζέψει τον καρπό, τον κόπο μιας ολόκληρης χρονιάς.

   Όσο εύφορο και να ήταν το έδαφος και όσο ο αγρότης να τα έκανε όλα μετρημένα και με οι­κονομία, γιατί τον έτρωγε η αγωνία, μην ξεμείνει από στάρι, πολλές φορές αυτό δεν του έφτανε έως την καινούργια σοδειά και αναγκαζόταν να μαζέψει ώριμα στάχυα, να τα στουμπίσει, να τα ξανεμίσει, να τα πάει στο μύλο για να Βολευτεί προσωρινά. Αυτή η έλλειψη παρουσιαζόταν, γιατί το στάρι δεν προοριζόταν  μόνο για το ψωμί. Ήταν η βάση κάθε φαγητού γενικότερα. Μ' αυτό γίνονταν τραχανάς (ξινός - γλυκός), χυλοπίτες, κουρκούτι, τηγανίτες, πίττες, κουρκουτά, μαμαλίγκες, γλυκά, κουλουράκια, προβέντζες, επτάζυμα, λαμπροκούλουρα, κοθόνες, χριστόψωμα, βασιλόπιτες, θρησκευτι­κές υποχρεώσεις, λειτουργίες, κόλλυβα κ.ά.