Αλώνισμα

Τ'αλώνια ήταν στην άκρη του χωριού και κάτω απ' το Δημοτικό Σχολείο, σε μέρος με αέρα και ήταν κοινοτικά. Είχαν σχήμα στρογγυλό με ένα μικρό ανάχωμα στην άκρη, για να συγκρατεί τους σπόρους. Στο μέσον είχαν έναν στύλο, το "στρόερο". Απ αυτό δέναν τα άλογα με δυο θη­λιές την ώρα του αλωνισμού.

   Ήταν στρωμένα με πέτρες σαν καλντερίμι. Στα κενά έβαζαν λάσπη από ασπρόχωμα, βουνιά και άχυρο. Αυτή η εργασία λέγεται "πατώνω το αλώνι" . Μετά το πρώτο αλωνισμό ο επόμενος νοικοκύρης, επειδή το αλώνι ξέφτιζε, το "ξαναπάτωνε".

  Καθένας μάζευε τις δεματσούλες με το στάρι στο χωράφι του και περίμενε να' ρθει η σειρά του, να πάει στο αλώνι να κάνει τη θειμονιά του, με τα στάχυα προς τα μέσα. Την ημέρα του αλωνισμού τοποθετούσαν τις δεματσούλες γύρω από το στρόερο και έδεναν τ’ άλογα με γερές τριχιές οι οποίες ήταν μακριές, όσο η ακτίνα του αλωνιού. Τα άλογα ήταν φρεσκοπεταλωμένα. Όταν άρχιζαν το ποδοβόλημά τους, οι άνδρες τα σύμπαγαν, φωνάζοντας "Ωη-Ωπ" δυνατά για να τα προτρέπουν σε ρυθμικό τρέξιμο. Πρόσεχαν η τριχιά να μην τυλιχτεί όλη στο στρόερο και πνιγούν τα άλογα. Στην συνέχεια τους άλλαζαν κατεύθυνση και έκαναν αντίθετες στροφές. Πολλές φορές τους φορού­σαν δίπλα από τα μάτια, δερμάτινες παρωπίδες, για να βλέπουν μόνο μπροστά. Οι γυναίκες την ώρα που γυρνούν τ άλογα, με τα « δκούλια » γύριζαν κι αυτές τις καλαμιές, για να ξεσπυρίζονται ευκολότερα.

   Όταν τελείωνε ο αλωνισμός, έλυναν τα άλογα, τα χτυπούσαν χαϊδευτικά στο σβέρκο, τους έδιναν τροφή και τ άφηναν να ξεκουραστούν. Η δου­λειά τώρα ήταν να φύγουν τα άχυρα και να μείνει ο καρπός. Με τα " δκούλια ", τραβούσαν τα χοντρά άχυρα έξω από τ αλώνι. Στη συνέχεια περίμεναν ευνοϊκό αέρα για το λίχνισμα.

   Το πρώτο λίχνισμα γίνεται με το καρπολόϊ. Το τελευταίο λίχνισμα γίνεται με το φτυάρι. Τέλος το περνούσαν από το "ρεμόνι" (μεγάλο κόσκινο με θηλιά) για να μείνει σκέτο το σιτάρι. Ένας πέρναγε τη θηλιά στο καρπολόϊ ο άλλος έριχνε με τον τενεκέ. Το κουνούσαν πέρα - δώθε. Τότε έφευγαν με τον αέρα όλες οι ατσαλιές. Μετά μάζευαν το σιτάρι σωρούς, το μέτραγαν με το βιδούρι (ένα τενεκεδένιο στρογγυλό δοχείο με ξύλινο χερούλι που χώραγε 10-12 οκάδες), το έβαζαν στα σακιά και το κουβαλούσαν με τα ζώα στα σπίτια τους  για να το βάλουν στ αμπάρια. Το αμπάρι ήταν ένα μεγάλο ξύλινο κασέλι, που χρησιμοποιούσε ο  κάθε νοικοκύρης, για ν' αποθηκεύσει το στάρι της χρονιάς και το σκέπαζε από πάνω καλά. Το μέγεθος του ήταν ανάλογο με τα μέλη της οικογένειας και το βιος του νοικοκύρη. Στο κάτω μέρος είχε μια συρταρωτή πόρτα που τραβώντας την έτρεχε το στάρι στα σακιά. Τ' αμπάρι  ήταν συνήθως μέσα στο σπίτι, για να φυλάν το στάρι απ' τους κλέφτες .

   Το άχυρο που έμενε στ' αλώνι το μάζευαν το έδεναν  δεμάτια ή μ' ένα ξύλινο κασόνι σε μπάλες και τα μετέφεραν στον αχυρώνα, για την χειμωνιάτικη τροφή των ζώων.

    Όταν ξεμπέρδευαν, γύριζαν όλοι όσοι βοήθη­σαν στον αλωνισμό, στο σπίτι του νοικοκύρη. Η νοικοκυρά είχε έτοιμο τραπέζι με ό,τι καλύ­τερο μπορούσε να τους προσφέρει. Απαραίτητος ο κόκορας και η κολοκυθόπιτα.

 

"Πίττα, κότα, το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη".

 

 Έτρωγαν, έπιναν και έδιναν όλοι τις ευχές τους ( να' ναι καλοφαγωμένο ).