Το πρώτο ψωμί

Αφού μάζευαν τη σοδειά, το πρώτο φόρτωμα το πήγαιναν  στο μύλο. Όταν το αλεύρι ερχόταν στο σπίτι, η νοικοκυρά ανάπιανε προζύμι σε χλιαρό νερό. Διέλυε καλά το προζύμι και έριχνε τόσο αλεύρι, όσο για να γίνει ένας παχύρρευστος χυλός. Το σκέπαζε καλά και τ' άφηνε να γίνει.

     Την άλλη μέρα, μέσα σε ένα ξύλινο σκαφίδι πέρναγε στη σίτα (κόσκινο) το αλεύρι, όσο χρειαζόταν για το ζύμωμα. Ανοιγε στη μέση μια λακκούβα, έριχνε το προζύμι, το ζεστό νερό και το αλάτι. Τα ανακάτευε καλά και άρχιζε να το ζυ­μώνει για μισή ώρα περίπου. Όταν η ζύμη αφράτευε, δηλαδή η γροθιά ακουμπούσε στην ζύμη κι έκανε
« πουφ πουφ», το έκοβε σε καρβέλια, τ
' έπλαθε ωραία και τα τοποθετούσε στην πινακωτή, όπου είχε στρώσει το μισάλι. Το σκέπαζε σε ζεστό μέρος και το άφηνε "να γίνει" (να φουσκώσει).

    Στο μεταξύ έκαιγε το φούρνο με σκίνο, πουρνάρι ή ό,τι άλλα ξύλα είχε, το φούρνιζε και σε μια ώρα περίπου ήταν έτοιμο. Όταν το έβγαζε απ' τον φούρνο, το άλειφε με νερό για να πάρει ωραίο χρώμα γυαλιστερό και το σκέ­παζε να "πάει η ψυχή του στο χωράφι", όπως έλεγαν.

 Αφού κρύωνε το τοποθετούσε στο ράφι σκεπασμένο με το μισάλι, και  έτσι ο κύκλος του ψωμιού έκλεινε.