"Ο Κωστάκης κι η Φωτούλα" Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Διονύση Ε. Κονταρίνηαπό το Seagate-Brooklyn New York
Παραμονή Χριστουγέννων του 1942. Μιά μουντή συννεφιασμένη μέρα έχει ξημερώσει πάνω από την Αθήνα κείνη τη χρονιά. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Ένα παγωμένο αγέρι κατέβαινε από τα γύρω βουνά της πόλης και σάρωνε τους έρημους δρόμους, που κάτω από το βάρος της σκλαβιάς περνούσε τις πιό δύσκολες μέρες, που θα μπορούσε ποτέ να γνωρίσει. Ήτανε ίσως η πιό τραγική παραμονή Χριστουγέννων που θα γνώριζε ποτέ η πόλη των Θεών. Ενάμισης χρόνος είχε περάσει από τη μέρα που ο στρατός της Κατοχής είχε μπει στην πολή και ο λαός της στέναζε κάτω από το φόβο της πείνας και του θανάτου. Ενός θανάτου, που μόνιμα άπλωνε τη σκιά του πάνω από τα σπίτια κι΄ερχότανε στα σκελετωμένα κορμιά των σκλάβων με τη μορφή της πείνας. -Πεινάωωωωω! Ήτανε τούτη η λέξη, η μόνιμη κραυγή απελπισίας, που ακουγότανε μέρα-νύχτα από τα στόματα των χιλιάδων πεινασμένων που αργοπέθαιναν στους παγωμένους κι΄έρημους δρόμους της Αθήνας κείνο τον τραγικό χειμώνα του ΄42. Το 1942 ήτανε η χρονιά, που έμελλε να περάσει στην ιστορία της πόλης σαν η πιό μαύρη χρονιά που γνώρισε ποτέ της. Πάνω στους σωρούς των σκουπιδιών, που βρίσκονταν στις διάφορες γωνιές των δρόμων, τσούρμο οι άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μάταια αναζητούσαν μέσα στις βρωμιές κάτι, που θα μπορούσε έστω και γιά λίγο να σταματήσει το μαρτύριο της πείνας τους. Ανάμεσά τους, τις πιό πολλές φορές, σκυλιά αδέσποτα, σκελετωμένα κι΄αυτά από την πείνα, πάλευαν με τους ανθρώπους με το ίδιο δικαίωμα να βρούνε κι΄αυτά κάτι γιά να φάνε. Αργοπέθαινε η πόλη, περήφανη όμως αφού μέσα της έκλεινε έναν λαό που τίποτε δεν μπορούσε να τον λυγίσει. Πέθαιναν οι άνθρωποί της λειωμένοι από την πείνα. Όμως στην ψυχή τους φτερούγιζε το όραμα της λευτεριάς, που την περίμεναν καρτερικά. Παρήγορο σημάδι το μαντάτο που έφτασε από τα βουνά της Ρούμελης. Κάποιοι λίγοι αρματωμένοι, που αργότερα γίνανε χιλιάδες, είχαν αρχίσει εκεί πάνω να γράφουνε τη χρυσή ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. Ώρα με την ώρα ο καιρός έπερνε να αγριεύει και πιό πολύ. Ο αγέρας είχε γίνει ακόμη πιό δυνατός και κάποιες νυφάδες χιονιού έπεφταν αραιές γιά να σβύσουν με το άγγιγμα της γης, λες και φοβόντουσαν κι΄αυτές να μείνουν, έστω και γιά λίγο, πάνω στο φλοιό τούτης της άμοιρης πόλης. Στη γωνία Ακαδημίας και Ιπποκράτους, πάνω σ΄ένα σωρό από σκουπίδια, μιά ομάδα από μικρά παιδιά, οι πιό τραγικές φιγούρες της σκλαβωμένης Αθήνας, πάλευαν απεγνωσμένα σκάβωντας τις βρωμιές με την ελπίδα να βρούνε κάτι που να κόψει γιά λίγο την πείνα τους, Σαν τι όμως; Ποιός εκείνες τις μέρες πετούσε κάτι που θα μπορούσε να φαγωθεί; Τα σκελετωμένα πρόσωπά τους με έντονα τα σημάδια της αγωνίας πάνω τους, μέσα στο σύθαμπο της χειμωνιάτικης μέρας, έμοιαζαν κάποιες απόκοσμες φιγούρες. Σκελετωμένα και με τις κοιλιές τους παράξενα φουσκωμένες τα έκανε να δυσκολεύονται στις κινήσεις τους, ακόμη και στον αγώνα που έκαναν γιά να βρούνε κάτι μέσα στα σκουπίδια. Λίγο πιό πέρα από το σωρό των σκουπιδιών, δυό άνθρωποι, παράξενα πρησμένοι από την πείνα, είχανε αφήσει εκεί την τελευταία τους πνοή, σε μιά προσπάθεια, ίσως, γιά να βρούνε κάτι να φάνε. Η παρέα των μικρών παιδιών αδιάφορη γιά το θανατικό που έστεκε εκεί πλάϊ τους, σκάλιζαν τα σκουπίδια ασταμάτητα. Το ίδιο αδιάφοροι στην όψη του θανάτου έμεναν και όλοι οι κάτοικοι της μαρτυρικής πόλης. Κείνο τον καιρό κανείς δεν ενδιαφερόταν γιά τον θάνατο του άλλου. Ακόμη και συγγενείς αδιαφορούσαν αν κάποιος από τους δικούς τους δεν ξαναγύριζε στο σπίτι. Εκείνες τις μέρες της μεγάλης πείνας ένα στόμα λιγώτερο μετρούσε σαν κάποιο κέρδος γιά τους άλλους που απόμεναν. Και τα αμέτρητα πτώματα στους δρόμους της Αθήνας ήτανε το συμπλήρωμα της τραγικής εικόνας, που παρουσίαζε η πόλη κείνη την εποχή. Μιά πόλη που αργοπέθαινε κάτω από την μπότα του σκληρού καταχτητή. -Πεινάωωωωω! Τούτη η τραγική κραυγή αγωνίας ακουγότανε μέρα-νύχτα μέσα στους δρόμους της πόλης. Κι΄άφηνε αδιάφορους όλους τούτη η κραυγή αφού όλοι πεινούσαν. Το ίδιο αδιάφορη έμενε κι΄η παρέα των μικρών παιδιών, που ασταμάτητα σκάλιζαν το σωρό με τα σκουπίδια. Κάποια στιγμή ένα από τα παιδιά, ένα αγοράκι μέχρι οχτώ χρόνων, κάτι βρήκε, που φάνταξε στα θολά μάτια του σαν κάτι που θα μπορούσε να το φάει. Με το παγωμένο χεράκι του προσπάθησε να το καθαρίσει από τις βρωμιές, το έκοψε στα δύο κι΄έδωσε το μισό σε κάποιο κοριτσάκι, λίγο μικρότερο απ΄αυτόν, που στεκόταν δίπλα του κι΄έτρεμε από το κρύο και την πείνα, ανίκανο ακόμη και να σκύψει κι΄αυτό πάνω στο σωρό με τα σκουπίδια. -Έλα Φωτούλα, της είπε. Πάρε το μισό. Το έβαλαν στο στόμα τους, σχεδόν το κατάπιαν κι΄αμέσως το αγόρι έσκυψε και πάλι πάνω στο σωρό με τα σκουπίδια συνεχίζοντας την προσπάθεια να βρει κάτι ακόμη. Πλάϊ τους πέρασαν κάποιοι Γερμανοί στρατιώτες.Τυλιγμένοι στα ζεστά ρούχα τους, με τους γιακάδες από τις χλαίνες τους σηκωμένους, γιά να φυλάγονται από το τσουχτερό κρύο, πέρασαν πλάι από το σωρό με τα σκουπίδια χωρίς να ρίξουν το βλέμμα τους στην τραγωδία των μικρών παιδιών. Με το ύφος του αφέντη τούτης της πόλης, πέρασαν πλάϊ από την τραγωδία, έργο δικό τους, κι΄αγέρωχοι προχώρησαν κατηφορίζοντας προς την πλατεία Κάνιγγος. Κάποτε η παρέα των μικρών παιδιών κατάλαβε πως ήτανε άδικος κόπος πλέον να ψάχνουνε τα σκουπίδια και με αργά βήματα, κουρασμένα, πήρανε κι΄αυτά να κατηφορίζουνε προς την πλατεία. -Πάμε στην Ομόνοια; κάποιο απ΄όλα έρριξε την ιδέα. -Πάμε να ζεσταθούμε λίγο στις σχάρες, συμπλήρωσε κάποιο άλλο. Εκεί, στην πλατεία της Ομόνοιας, στο δάπεδό της ήτανε οι σιδερένιες σχάρες, που έβγαζαν έξω τον ζεστό αέρα από τα μηχανήματα του ηλεκτρικού σταθμού του τραίνου, που ήτανε στο υπόγειο. Εκεί, σ΄αυτές τις σχάρες, κείνες τις δύσκολες και παγωμένες μέρες της κατοχής, οι πεινασμένοι και μισοπεθαμένοι κάτοικοι της Αθήνας, βρίσκανε καταφύγιο γιά λίγη ζεστασιά. Η συντροφιά των μικρών παιδιών με αργά βήματα, τρέμοντας από το κρύο και κοιτάζοντας συνέχεια φοβισμένα γύρω τους, έστριψαν αριστερά και προχώρησαν προς την πλατεία της Ομόνοιας. Όταν έφτασαν όμως μπροστά στην πλατεία σταμάτησαν απότομα σαν είδαν πως θα ήταν αδύνατο να βρούνε έστω και έναν μικρό χώρο γιά να καθήσουν και αυτά να ζεσταθούν. Όλες οι σχάρες ήσαν πιασμένες από σκελετωμένους ανθρώπους που στριμωγμένοι ο ένας πλάϊ στον άλλον προσπαθούσαν να ζεσταθούν ενώ το δυνατό κρύο μαστίγωνε την Αθήνα κείνη την παραμονή των Χριστουγέννων του ΄42. Στο αντίκρυσμα όλων εκείνων των ανθρώπων που ήσαν καθησμένοι πάνω στις σιδερίνιες σχάρες στα πρόσωπα των παιδιών ζωγραφίστηκε μιά απελπισία.Το κρύο αγρίευε γιά τα καλά όσο η μέρα προχωρούσε. Οι δυνατοί αγέρηδες, που κατέβαιναν από τα γύρω βουνά, χτυπούσαν αλύπητα τα αδύνατα χλωμά προσωπάκια των μικρών παιδιών κάνοντάς τα να σκύβουν πιό πολύ τα σκελετωμένα τους κορμάκια. Η μικρή Φωτούλα είχε σφιχτεί στο πλευρό του αδελφού της, του Κωστάκη, προσπαθώντας να αποφύγει το χτύπημα του παγωμένου αγέρα. -Φοβάμαι Κωστάκη μου, του ψυθίρισε κλαψουρίζοντας. Φοβάμαι, κρυώνω και πεινάω, Ο Κωστάκης έσφιξε πιό πολύ τη μικρή πάνω του. -Κάμε κουράγιο αδελφούλα μου, της ψυθίρισε ξεψυχισμένα. Κάμε κουράγιο. Κάτι θα βρούμε να φάμε. Και θα σου δώσω το πιό πολύ εσένα. Με κουρασμένα βήματα, πιασμένα από το χέρι τα δυό αδελφάκια, ξέκοψαν από την υπόλοιπη παρέα και πήρανε να κατηφορίζουνε την οδό Αθηνάς. Μέσα τους σιγόκαιγε η ελπίδα, πως εκεί στη Λαχαναγορά, μέσα στα τόσα σκουπίδια που πετούσαν ίσως κατάφερναν να βρούν κάτι, που θα μπορούσε να λιγοστέψει την πείνα που έκαιγε τα μικρά άδεια στομάχια τους. Κάποιο χόρτο, ένα σάπιο πορτοκάλι, κάποιο χαλασμένο μήλο, έστω ακόμη και λίγες φλούδες. Κι΄ακόμη ίσως κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους της αγοράς να τους έδινε κάτι σαν τα έβλεπε έτσι μικρά και πεινασμένα. Αραιοί οι διαβάτες στους δρόμους της πόλης κείνο το πρωινό. Το τσουχτερό κρύο κι΄η αφόρητη πείνα έκαναν τους ανθρώπους να προτιμούν να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Στη γωνιά της Λαχαναγοράς διέκριναν ένα σωρό από σκουπίδια. Άνθρωποι και σκυλιά ήσαν πεσμένοι πάνω τους κι΄έψαχναν με νευρικές κινήσεις σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Τα δυό μικρά αδελφάκια φοβισμένα πλησίασαν. Ο μικρός Κωστάκης κατάφερε να χωθεί ανάμεσα στα πόδια των άλλων και σπρώχνοντας κάποιο σκυλί που τον γαύγιζε απειλητικά, έσκυψε πάνω στα σκουπίδια κι΄άρχισε κι΄αυτός να ψάχνει. Λίγο πιό πέρα είχε σταθεί η μικρή Φωτούλα με τον φόβο μόνιμα ζωγραφισμένο στα μικρά της μάτια και κοιτούσε τον αδελφό της που έψαχνε τα σκουπίδια γιά νάβρει κάτι και να της το φέρει. Το παρακολουθούσε να ψάχνει με αγωνία και με όση γρηγοράδα του επέτρεπαν οι λίγες δυνάμεις που του είχανε απομείνει. Κάποια στιγμή δυό άνθρωποι μπήκανε ανάμεσα στη μικρή και στα σκουπίδια και γιά λίγο η Φωτούλα έπαψε να βλέπει τον αδελφό της. Κι΄έννοιωσε τότε ένα φόβο και μιά αγωνία να την κυριεύουν. Τα δάκρυα πήρανε να κυλάνε από τα μάτια της. Κάθησε εκεί, στην άκρη στο πεζοδρόμιο και χωρίς να πάρει ούτε στιγμή το βλέμμα της από το σωρό με τα σκουπίδια, έκλαιγε ασταμάτητα. Έννοιωθε μέσα της πως μονάχα αυτόν τον αδελφούλη είχε γιά στήριγμά της σε τούτον τον κόσμο, που είχε βρεθεί. Τούτος δω, ο μικρός Κωστάκης, ήτανε όλος ο κόσμος της, όλη η ζωή της. Πατέρα δεν είχανε τούτα τα δυό παιδάκια. Ούτε και μητέρα. Ο πατέρας τους κάποιο πρωινό τραγουδώντας “με το χαμόγελο στα χείλη” έφυγε πάνω στα βουνά της Αλβανίας να πολεμήσει τους Ιταλούς. Και δεν ξαναγύρισε. Κανένας ποτέ δεν τους μίλησε τι είχε γίνει ο πατέρας τους. Και ποτέ τους δεν έμαθαν αν είχε σκοτωθεί, αν χάθηκε ή αν είχε απομείνει κάπου ξεχασμένος. Κάποιος γείτονάς τους, που ήταν μαζύ με τον πατέρα τους κει πάνω στα βουνά της Αλβανίας, ήτανε ο μόνος που κάτι γνώριζε και τους είχε πει πως μόλις έγινε η συνθηκολόγηση πήραν μαζύ με άλλους το δρόμο της επιστροφής. Ξεκίνησαν να γυρίσουν με τα πόδια από την Αλβανία στην Αθήνα. Μαζύ τους περπατούσε κι΄ο πατέρας τους. Μα κάποιο πρωινό, σαν ξύπνησαν μετά από ένα πρόχειρο ύπνο γιά να ξαναπάρουνε το δρόμο του γυρισμού, ο πατέρας τους δεν ήταν ανάμεσά τους. Λες και το κατάπιε το σκοτάδι της νύχτας. Τη μάνα τους τη βρήκε ο θάνατος κάποιο πρωινό του περασμένου Γενάρη. Αδύνατη, κιτρινισμένη, με το στόμα μοισάνοιχτο και τα μάτια της καρφωμένα να κοιτάζουν ψηλά, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή. Ήτανε η πείνα, ήτανε η φυματίωση που την είχε χτυπήσει, ήτανε ο πόνος της, ο μεγάλος γιά το χαμό του άντρα της, ποιός να ξέρει. Δεν άντεξε. Ένα πρωινό ο μικρός Κωστάκης μάταια της φώναζε να ξυπνήσει νομίζοντάς την κοιμισμένη. -Ξύπνα μάνα, ξύπνα. Ασάλευτη απόμενε η νέα γυναίκα εκεί, στο μικρό κρεβάτι, στο φτωχικό του σπιτάκι σ΄ένα στενό δρομάκι του Κολωνού. Κι΄απόμειναν μόνα κι΄έρημα τα δυό παιδάκια μέσα στη δυστυχία και την αγωνία της Κατοχής. Μιά γιαγιά τους τα μάζεψε και τα πήρε κοντά της. Γρηά γυναίκα και μόνη της κι΄αυτή πως να τα βγάλει πέρα κείνα τα δύσκολα χρόνια; Και τα δυό αδελφάκια παρέα με άλλα συνομήλικά τους άρχισαν να παίρνουν τους δρόμους από το πρωί της κάθε μέρας ψάχνοντας γιά να βρούνε κάτι να φάνε. Καθισμένη εκεί στην άκρη, στο πεζοδρόμιο της οδού Αθηνάς, έξω από την Λαχαναγορά, η μικρή Φωτούλα κλαψούριζε κοτάζοντας συνεχώς προς το μέρος των σκουπιδιών. Ήξερε πως κάπου εκεί πρέπει να ήτανε και ο αδελφός της.Όμως δεν μπορούσε να τον δει. Πολλοί οι άνθρωποι που είχανε πέσει πάνω στο σωρό των σκουπιδιών. Κι΄ούτε ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσά τους μήπως και μπορέσει η μικρή Φωτούλα να δει τον αδελφούλη της. Κάποια στιγμή ο Κωστάκης φάνηκε κάτω από τα πόδια των άλλων, έτσι ακριβώς όπως πριν λίγο είχε καταφέρει να πλησιάσει το σωρό με τα σκουπίδια και σπρώχνοντας ήρθε κοντά της. Η Φωτούλα σαν είδε το αδελφό της προσπάθησε να σταματήσει το κλάμμα. Όμως δεν τα κατάφερε.Κοιτούσε τον αδελφό της στα μάτια μέσα από τα δάκρυά της. -Γιατί κλαίς Φωτούλα; τη ρώτησε με αγάπη ο μικρός. -Φοβάμαι Κωστάκη μου. Φοβάμαι, του ψυθίρισε μέσα στο κλάμμα της η μικρή. -Κοίτα τι βρήκα γιά σένα, της είπε ο αδελφός της. Ήτανε ένα μεγάλο πορτοκάλι. Μισοσάπιο, χτυπημένο, μαυρισμένο, βρώμικο. Όμως ήτανε ένα πορτοκάλι. Και μάλιστα ο Κωστάκης πάλεψε με άλλα χέρια μέχρι να το κάμει δικό του. Το σκούπισε όσο μπορούσε πιό καλά πάνω στα παληά τριμένα ρούχα του και το έδωσε στη μικρή. Κι΄αυτή σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της κι΄ άρχισε να το τρώει με γρήγορες κινήσεις, έτσι γιά να μπορέσει να κόψει, έστω και γιά λίγο την πείνα που την βασάνιζε. Σε λίγες στιγμές το πορτοκάλι είχε τελειώσει κι΄η μικρή Φωτούλα σκούπισε τα χείλη της με το μικρό της χεράκι. Κι΄ύστερα πιασμένα από το χέρι τα δυό αδελφάκια με αργά βήματα κατηφόρισαν προς το Μοναστηράκι. Το βλέμμα τους άτονο, θολό, κοιτούσε γύρω αναζητώντας οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι κάτι που να μπορούσαν να φάνε. Το άγριο κρύο κείνη την ημέρα, παραμονή Χριστούγεννα, χτυπούσε ασταμάτητα τα σκελετωμένα κορμιά τους. Κι΄αυτά σφίγγονταν το ένα πάνω στο άλλο, έτσι σε μιά προσπάθεια να κρυώνουν όσο πιό λίγο γινότανε. Κάπου εκεί στη μικρή πλατεία, στο Μοναστηράκι, ήτανε σταματημένο το μεγάλο φορτηγό των Γερμανών. Μπροστά του στεκόταν ένας απ΄αυτούς με το αυτόματο στο χέρι και δυό-τρεις άλλοι κουβαλούσα ψωμιά στο φορτηγό από τον διπλανό φούρνο. Ο Κωστάκης με τη Φωτούλα σταμάτησαν λίγο πιό πίσω από το φορτηγό. Η μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού τους χτυπούσε τις παγωμένες μύτες τους και τους έφερνε μιά ζαλάδα που τα έκανε να τρέμουν και να νοιώθουν την πείνα τους πιό έντονη. Τα δυό μικρά παιδάκια είχανε απομείνει εκεί να κοιτάζουν σαν μαγεμένα το ψωμάκι, που τόσο είχανε στερηθεί γιά μήνες τώρα. Η μικρή Φωτούλα με τα μάτια της ανοιγμένα πελώρια από τη λαχτάρα στη θέα και τη μυρωδιά του ψωμιού έβγαλε τη γλώσσα της κι΄έγλειψε τα χειλάκια της. Ο Κωστάκης άφησε το χέρι της αδελφής του και δειλά πλησίασε προς το μέρος του Γερμανού με το αυτόματο. -Κάμαραντ. Ιχ χάμπα χούμπα, του είπε με την αδύνατη φωνούλα του κι΄άπλωσε το χέρι του ζητώντας του λίγο ψωμί. Τούτες οι δυό τρεις γερμανικές λέξεις ήσαν όλες κι΄όλες που είχανε μάθει πολλά παιδάκια κείνα τα μαύρα χρόνια και τις χρησιμοποιούσαν μήπως και συγκινήσουν τους σκληρούς καταχτητές να τους δώσουν μιά μπουκιά ψωμί. Ο Γερμανός γύρισε το αγριεμένο βλέμμα του στον μικρό και τον κοίταξε στα μάτια μ΄ένα ύφος, που έκαμε το παιδάκι να φοβηθεί γιά μιά στιγμή. Σήκωσε το όπλο του και με την ανάποδη έσπρωξε τον Κωστάκη με όση δύναμη είχε. -Ράους, του φώναξε με τη βαρειά και άγρια φωνή του. Ο Κωστάκης έχασε τη ισοροπία του και έπεσε πάνω στο πεζοδρόμιο. Όμως γρήγορα σηκώθηκε και πήγε πάλι κοντά του. -Ιχ χάμπα χούμπα καμαράντ, του ξανάπε όσο μπορούσε πιό κλαψιάρικα. Ο Γερμανός τον κοίταξε πιό πολύ αγριεμένος τούτη τη φορά. Σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε το μικρό παιδί μ΄ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Λίγο πιό πέρα η μικρή Φωτούλα είχε απομείνει να κοιτάζει άφωνη όσα γινόντοσαν μπρος στα μάτια της. Ήτανε έτοιμη να βάλει και πάλι τα κλάμματα. Ο Κωστάκης είχε μείνει άφωνος μπρος στην απειλή του όπλου. Συνέχιζε όμως να έχει το χεράκι του απλωμένο σε μιά κίνηση ζητιανιάς έστω και μιά μπουκιάς ψωμιού. Φαίνεται πως κείνη τη στιγμή τέλειωσε το φότωμα και οι άλλοι φώναξαν αυτόν που σημάδευε τον Κωστάκη γιά να φύγουν. Κι΄εκείνος χαμήλωσε το όπλο του κοιτάζοντας διαρκώς τον μικρό μ΄ένα άγριο βλέμμα. Προχώρησε προς το φορτηγό, άνοιξε την πόρτα και κάθησε πλάι στον οδηγό. Ο Κωστάκης πιάστηκε από την πόρτα του φορτηγού στην προσπάθειά του να εξοικονομίσει λίγο ψωμί γιά την πεινασμένη αδελφή του. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απότομα. Όμως το μικρό παιδί επέμενε να κρατάει τη λαβή της πόρτας ζητώντας λίγο ψωμί. Και ξαφνικά σ΄ένα απότομο τίναγμα του αυτοκινήτου βρέθηκε πεταμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Από τα χείλια του ένα μικρό αυλάκι αίμα κυλούσε πλάϊ στο μάγουλό του και αργά, σταγόνα σταγόνα έπεφτε πάνω στις πλάκες του παγωμένου πεζοδρόμιου. Τα μάτια του είχανε απομείνει ορθάνοιχτα και κοιτούσαν ψηλά τον ουρανό. Εκεί, που λένε οι άνθρωποι πως κατοικεί ο Θεός. Κι΄έμοιαζε ο Κωστάκης να ζητάει απ΄αυτόν τον Θεό να του δώσει αυτό που δεν του έδιναν οι άνθρωποι. Λίγο ψωμάκι γιά την αδελφούλα του. Με σπαραχτικές φωνές η Φωτούλα έτρεξε κοντά στον αδελφό της. Έπεσε πάνω του και τον φιλούσε στο πρόσωπο κλαίγοντας. -Κωστάκη μου, Κωστάκη, μίλησέ μου. Αραιοί οι διαβάτες που περνούσαν πλάϊ τους. Η πείνα, το κρύο και η αβάστασχτη πίκρα της κατοχής τους έκανα να προσπερνούν βιαστικοί και αδιάφοροι μπρος στο δράμα των δυό μικρών παιδιών. Κι΄είχε απομείνει μόνη η μικρή Φωτούλα εκεί στον παγωμένο δρόμο, να κλαίει πάνω στον νεκρό αδελφό της περιμένοντας πως ίσως κάποια στιγμή ανοίξει τα μάτια του και της χαμογελάσει, όπως της χαμογελούσε πάντοτε. Από τη μικρή εκκλησούλα, που ήταν πιό πέρα, ακούστηκε το χτύπημα της καμπάνας. Το χτύπημα, που προσπαθούσε να φέρει στις καρδιές των ανθρώπων το μήνυμα, πως σε λίγες ώρες ο Χριστός θα γεννιόταν.
|