Μια φορά και ένα καιρό¼ τα παιδιά έπαιζαν και ¼ ** Οπως αναπολούσε ο Κώστας Χ. Παρηγόρης **
Πώς παίζονταν τα παιχνίδια ** Όπως μας τα περιγράφει ο Γιάννης Λουρής ** Το καρότσι Το πρώτο μας όχημα. Για την κατασκευή του χρειαζόμασταν: ένα νεροκάλαμο γύρω στο ένα μέτρο που αφθονούσαν κοντά στο αυλάκι και κάνα δυο μέτρα σύρμα χαλκωματένιο απού αφαιρούσαμε, στα κλεφτά, από κάποιο φράκτη. Φτιάχνουμε το κυρίως όχημα με τις δυο του ρόδες, χωριστά το τιμόνι, και τα συνδέουμε με το καλάμι. Για να μην έχει κραδασμούς, αλλά και να μη γινόμαστε ενοχλητικοί με τα ντράγκα ντρούγκα τους μεταλικούς ήχους που έβγαζε, κυλώντας το πάνω στο χωματόδρομο, γιατί γκρίνιαζαν καμιά φορά οι παππούδες, τυλίγαμε τις ρόδες με λωρίδες από παλιόπανα και το κάναμε αθόρυβο. (Στο βιβλίο «Αφγανιστάν…και ξαφνικά οι Ταλιμπάν» που αναφέρεται στη τραγική ζωή στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του1990, ανάμεσα σε άλλα φωτογραφικά ντοκουμέντα υπάρχει και μια φωτογραφία μ’ ένα μικρό αλάνι που οδηγεί παρόμοιο καρότσι, με μόνη διαφορά ότι αυτό είναι πιο εξελιγμένο, με τέσσερις τροχούς.)
Η κύλα Η κύλα όπως συνηθίζαμε να λέμε το τσέρκι. Ένα στεφάνι βαρελιού, που σχετικά εύκολα μπορούσες να αποκτήσεις, ή μια ζάντα ποδηλάτου, αυτή πιο σπάνια, ένα σκληρό σύρμα στη πρώτη περίπτωση ή ένα καλάμι ή ξύλο στη δεύτερη. Η κύλα για λίγο μεγαλύτερα παιδιά αλλά και για μεγαλύτερες ταχύτητες.
Ομαδικά παιχνίδια Το κουτσό Τα απαιτούμενα υλικά: ένα κομμάτι κεραμίδι, όσο μισή παλάμη, και ένας "γοργογιάνος", με ένα "νί", διότι ήταν κάτι το δυσεύρητο, όχι ό,τι κι ό,τι. Από κεραμίδια γεμάτος ήταν ο τόπος, αλλά για τον "γοργογιάνο" έπρεπε να ιδρώσουμε τη φανέλα μας για την απόκτησή του. Γι’ αυτό, μετά το κλείσιμο του σχολείου ανηφορίζαμε μια παρέα στην πλαγιά κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή. Εκεί, σαν πρωτάρηδες αρχαιολόγοι, ψάχναμε στο χώμα να εντοπίσουμε κάτι μικρές πέτρες κοκκινωπές, μαλακές και λείες. Βρίσκαμε δυο τρεις ο καθένας, είχαν γίνει και τα γκόρτσα, τα άγρια αχλάδια, τρώγαμε μερικά, μόνο που ήταν λίγο στυφά και το στόμα σου γίνονταν στουπέτσι. Κάποιες φορές ανεβαίναμε μέχρι τη σιδηροδρομική γραμμή. Ακροβατούσαμε πάνω στις ράγες, εισπράτταμε και τη μυρωδιά από τις πίσσες και τα λάδια, μαζεύαμε και μερικά άδεια κουτιά, από άγνωστες μάρκες τσιγάρων πολυτελείας, που πετούσαν από τα παράθυρα των τρένων ευκατάστατοι ταξιδιώτες και κατηφορίζαμε, πλούσιοι πια για το χωριό. Ίσως να έχετε μείνει με την περιέργεια για το τι ρόλο έπαιζε ο "γοργογιάνος" στο κουτσό. Ήταν η σκληρή κιμωλία που έγραφε στο χώμα. Το κουτσό, παιχνίδι που ταίριαζε περισσότερο στα κορίτσια, αλλά ανακατεύομασταν και καμιά φορά. Με τον γοργογιάνο σχεδιάζαμε στο έδαφος ένα ορθογώνιο στενόμακρο πλαίσιο. Το διαιρούσαμε σε τέσσερα τετράγωνα. Ο πρώτος παίκτης έριχνε το κεραμίδι στο πρώτο κουτί. Πατώντας στο ένα πόδι με μικρά πηδήματα προχωρούσε και έσπρωχνε το κεραμίδι στο επόμενο τετράγωνο. Μετά στο επόμενο, μέχρι να βγει από την άλλη μεριά. Δεν έπρεπε ούτε το κεραμίδι να σταματήσει πάνω σε γραμμή, ούτε ο παίκτης να πατήσει γραμμή μέχρι να περάσει έξω και από το τελευταίο τετράγωνο. Η επιστροφή γίνονταν με κλειστά μάτια, λέγοντας «πατώ, πατώ, πατώ και δεν πατώ», εκτός αν πατούσε γραμμή οπότε οι άλλοι φώναζαν «πάτησες, πάτησες» και έχανες. Βαθμολογία δεν είχε, κέρδιζες μόνο την ευχαρίστηση από την επιτυχία. Ακολουθούσε ο επόμενος. (Καμία σχέση το κουτσό αυτό ή με το ιδιαίτερης δυσκολίας «κουτσό» των αρχαίων: Από το «Πλάτων μύθοι»: Ο ασκωλιασμός ήταν πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι, έπρεπε με το ένα πόδι να κρατηθείς πάνω σε, αλειμμένο με λάδι, φουσκωμένο ασκί, «ώστ’ ενός πορεύσονται σκέλους ασκωλιάζοντες».)
Τα κουρέντζελα ή εφτάπετρο. Παίζονταν με δύο ομάδες των 3 ή 4 ή 5 ατόμων η κάθε μία, εφτά μικρά κεραμίδια απαραίτητα κι ένα λαστιχένιο τόπι. Η μια ομάδα, η αμυντική, τα «έστηνε». Έβαζε τα κεραμίδια το ένα πάνω στ’ άλλο μέσα σ’ ένα μικρό κύκλο και πλαισίωνε το σωρό, τα «φύλαγε» κοινώς. Ένας από την άλλη ομάδα, την επιθετική, έριχνε το τόπι με σκοπό να γκρεμίσει όσο περισσότερα κεραμίδια απ’ το σωρό. Αν δεν πετύχαινε το σωρό έχανε και τα φύλαγε τώρα αυτή. Αν σκόρπιζαν τα κεραμίδια, το πιο πιθανό, η ομάδα που τα φύλαγε επιχειρούσε το ξανακτίσιμο. Η άλλη ομάδα προσπαθούσε να τους εμποδίσει. Με το τόπι στην κατοχή τους, το πέταγε πάνω τους για να τους «κάψει». Εκεί που γίνονταν το στήσιμο, όποιον εύρισκε το τόπι στο σώμα του, οπουδήποτε, έβγαινε από το παιχνίδι αυτόματα και συνέχιζαν οι υπόλοιποι. Η μπάλα, συνήθως μετά από ένα κτύπημα, απομακρύνονταν, οι άλλοι βρίσκανε ευκαιρία να συνεχίσουν το στήσιμο. Αν αυτό ολοκληρώνονταν, σταμάταγε το παιχνίδι και άλλαζαν ρόλο οι ομάδες. Αν καίγονταν όλοι οι παίκτες, επαναλαμβάνονταν το παιχνίδι με τις ομάδες στους ίδιους ρόλους. Πόντοι, έπαθλο δεν υπήρχαν, σαμπάνιες δεν ανοίγονταν, αρκούσαν οι πανηγυρισμοί.
Οι βόλοι. Χειροποίητοι από χώμα φτιαγμένοι σε χρώμα καφετί με τις αποχρώσεις του, αργότερα αντικαταστάθηκαν με τις γυάλες του εμπορίου. Οι γυάλες, διαφανείς, πολύχρωμες σε μέγεθος ρόγας σταφυλιού. Τα μικρότερα σαν ρεβίθι τα γυαλενάκια και το μεγαλύτερο σαν κεράσι ο γούργουλας. Υπήρχαν και μπίλιες που ήταν σιδερένιες. Πριν το παιχνίδι οι παίκτες, δύο ή παραπάνω, είχαν στην κατοχή τους από ένα "γούργουλα" και αρκετές "γυάλες" ή "γυαλενάκια". Σκοπός του παιχνιδιού ήταν να κερδίσεις από τους αντιπάλους σου γυάλες και να γυρίσεις στο σπίτι σου με γεμάτες τις τσέπες. Πέραν της καλής ευστοχίας, που απαιτούσε καλή τεχνική, χρειάζονταν να διαθέτεις και μεγάλη σπιθαμή. Διότι για να κερδίσεις κάποια γυάλα του αντιπάλου σου έπρεπε η απόσταση από τη δική σου γυάλα να είναι μικρότερη ή ίση με το άνοιγμα της παλάμης σου μεταξύ αντίχειρα και παράμεσου. Και επειδή η παλάμη του καθενός ήταν αυτή που ήταν, το μόνο που επεδίωκες ήταν να μεγαλώσεις το μέγεθος στης σπιθαμής. Για το σκοπό αυτό με το άλλο χέρι πίεζες τα δύο αυτά δάχτυλα στις άκρες ώστε να ανοίξει η γωνία τους προς την ευθεία γωνία των 180ο. (Από τη προσπάθεια αυτή δεν υπήρξε ποτέ κάποιο ατύχημα και φυσικά κανείς από τα παιδιά του χωριού δεν υπήρχε περίπτωση να τους συμβεί το ατύχημα της μικρής Πουλουδίτσας που εξέλαβε τις κακαράτζες από κατσίκες για βόλους, αλλά δεν είχαμε και την τύχη, σαν παιδιά, να απολαύσουμε τον "Τρελλαντώνη" και τις άλλες υπέροχες δημιουργίες της μεγάλης Πηνελόπης Δέλτα.)
Οι αμάδες. Παίκτες όσοι υπήρχαν διαθέσιμοι, ο καθένας έχει τη δικιά του αμάδα. Η αμάδα ήταν μια πλατσουκωτή, σαν τη φακή, λεία πέτρα στο μέγεθος της παλάμης, που την ψάχναμε στο ποτάμι. Πάνω σε μια άλλη πέτρα βάζαμε όλοι από μία δεκάρα ή εικοσάρα, τη μία πάνω στη άλλη, κάνοντας έναν μικρό πύργο. Από απόσταση 5 περίπου μέτρων, ρίχναμε τη αμάδα με σκοπό να χτυπήσουμε την πέτρα με τις δεκάρες. Αν πετύχαινες το στόχο, οι δεκάρες σκορπάγανε και όσες ήταν πιο κοντά στην αμάδα σου, απ’ ό,τι στην πέτρα, τις κέρδιζες. Οι υπόλοιπες δεκάρες ξαναστήνονταν κι έπαιζε ο επόμενος. Σε περίπτωση παντελούς αστοχίας είχε πρόστιμο και πρόσθετες άλλη μια δεκάρα, δηλαδή με τα σημερινά δεδομένα γίνονταν τζακ ποτ.
Η τσιλίκα Ένα ξύλο περίπου μισό μέτρο για την τσιλίκα και ένα δεύτερο όσο μια σπιθαμή, πελεκημένο στις άκρες πλάγια και αντίθετα από τις δυο μεριές για το τσιλικόνι και δυο πέτρες όσο ένα πορτοκάλι η καθεμία. Παίκτες από δύο έως τέσσερις πέντε παιδιά. Όταν το τσιλικόνι το πέταγες στο χώμα κάτω από τη μια άκρη υπήρχε κενό, το κτυπούσες εκεί κι αυτό αναπηδούσε στον αέρα. Ας ξεκινήσουμε, θεωρητικά τουλάχιστον, το παιχνίδι. Πρώτα πρώτα όποιος θα εύρισκε τη κοντή θα γινόταν η μάνα. Ε, τώρα, πως βρίσκουμε την κοντή, οι παλιότεροι το ξέρουν οι νεότεροι καμιά γιαγιά ή παππού θά ’χετε να ρωτήσετε. Ο τυχερός μετά τη κλήρωση αναλαμβάνει "μάνα". Βάζει τις πέτρες σε μικρή απόσταση και φτιάχει τη "μάνα". Πάνω σ’ αυτές τοποθετεί το τσιλικόνι. Οι υπόλοιποι παίκτες παίρνουν θέση απέναντι σε απόσταση δέκα με είκοσι μέτρα. Η μάνα βάζει τη τσιλίκα στο χώμα και σε επαφή με το τσιλικόνι, όπως όταν φτυαρίζουμε, και εκσφενδονίζει το μικρό ξύλο προς τη μεριά που οι υπόλοιποι παίκτες καιροφυλακτούν με τα χέρια υψωμένα, σαν να προσεύχονται, αλλά και κάποιοι έκαναν το σταυρό τους, για να πιάσουν το τσιλικόνι στον αέρα. Αν, το απευκταίο για τη μάνα, συμβεί, ο παίκτης που έπιανε πουλιά στον αέρα γίνεται αυτομάτως μάνα. Αν όχι, οι πιθανότητες είναι μοιρασμένες, κάποιος θα αναλάβει να κάψει, αν το καταφέρει, τη μάνα. Παίρνει το μικρό ξύλο και το πετάει, σε χαμηλή πτήση, προς τις δύο πέτρες με σκοπό να προσεγγίσει τις πέτρες σε απόσταση μικρότερης της τσιλίκας. Η μάνα όμως δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Θα επιχειρήσει να αποκρούσει με τη τσιλίκα το τσιλικόνι πριν αυτό ακινητοποιηθεί μ’ ένα και μοναδικό χτύπημα. Αφού πετύχει την απομάκρυνση του μικρού ξύλου, θα έρθει κοντά στο τσιλικόνι και θα το χτυπήσει με ελαφρό τεχνητό χτύπημα ώστε η αναπήδηση να είναι ελεγχόμενη. Στο αέρα τώρα το τσιλικόνι θα δεχτεί απανωτά χτυπήματα. Το πρώτο χτύπημα μετράει ως πεντάρα, το δεύτερο δεκάρα, το τρίτο εικοσάρα, και με γεωμετρική πρόοδο, σαραντάρα κ.ο.κ. γιατί όσο πάνε τα πράγματα και δυσκολεύουν. Μετά το πρώτο, το δεύτερο, άντε και το τρίτο χτύπημα το τσιλικόνι θα προσγειωθεί στο έδαφος. Και τότε αρχίζει το μέτρημα. Μετράει τα βήματα από τη θέση αυτή μέχρι τη μάνα. Με δεκαπέντε, για παράδειγμα, βήματα και με δύο εναέρια χτυπήματα πριν, θα βάλει στο σακούλι του 1500 πόντους. Σε καλή μεριά που λένε και συνεχίζει ως μάνα μέχρι να καεί. Επειδή, όπως βλέπετε, μετράει η απόσταση που θα βρεθεί μετά την πτώση του το τσιλικόνι, ο παίκτης όταν βλέπει ότι χάνει τον έλεγχο στα χτυπήματα επιχειρεί το τελικό να είναι δυνατό και να βρεθεί το τσιλικόνι όσο γίνεται μακρύτερα. (Πανελλαδικής εμβέλειας παιχνίδι η τσιλίκα που παιζόταν με κάποιες παραλλαγές σε όλη την επικράτεια. Αλλά και παιχνίδι τεσσάρων ηπείρων και πέντε θαλασσών, που λέει ο λόγος. Ο Κοσμάς Πολίτης στο βιβλίο «Στου Χατζηφράγκου» μας μεταφέρει εικόνες από τη Σμύρνη, όπου παιζόταν η τσιλίκα. Στο Αλγέρι του Μαρόκου ο Αλμπέρτ Καμύ με τη τσιλίκα στο χέρι μεγάλωσε, το «τένις των φτωχών» όπως το χαρακτήρισε, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ο Πρώτος Άνθρωπος». Αλλά και το μπέιζμπολ, αυτό που παίζουν σήμερα στην Αμερική που χτυπάνε μια μπάλλα με κάτι ρόπαλα, απόγονος της τσιλίκας μπορεί να θεωρηθεί.)
Η γουρούνα. Παιχνίδι για μικρούς και μεγάλους, άρρενες συνήθως, μπορεί κάποιοι να είχαν κάνει και το στρατιωτικό τους. Όσοι προσέρχονταν στην αρένα, έφερναν μαζί τους κι από ένα ξύλο γύρω στο ένα μέτρο μακρύ. Βρίσκαμε κι ένα ντενεκάκι από κάποια κονσέρβα. Ανοίγαμε στο χώμα μικρές λακκούβες μία λιγότερη από τους παίκτες. Έτσι κάθε παίκτης έβαζε το ξύλο μέσα σε μια γούρνα. Αυτός που περίσσευε κατείχε τον ντενεκέ, ο γουρούνας. Ο γουρούνας πλησίαζε κάποιους παίκτες με σκοπό να τους «κάψει», μετακινώντας με το ξύλο τον ντενεκέ. Για να τους κάψει, έπρεπε να τους βρει ο ντενεκές σε κάποιο σημείο του σώματος, συνήθως στα πόδια. Οι αμυνόμενοι φυλάγονταν μετακινούμενοι γύρω από τη γούρνα τους και φρόντιζαν να μη χάσουν την έδρα του ξύλου στη γούρνα και την κατακτήσει ο επιτιθέμενος. Στην προσπάθειά τους ν’ αμυνθούν, έβγαζαν προσωρινά το ξύλο για να χτυπήσουν και ν’ απομακρύνουν τον ντενεκέ, αφού ο αντίπαλος είχε φθάσει πολύ κοντά. Εκείνη όμως τη στιγμή ο γουρούνας με γρήγορη κίνηση επιχειρούσε να καταλάβει με το ξύλο μια ελεύθερη γούρνα. Όταν το πετύχαινε, ο άλλος, που του κατελήφθη η βάση, κοιτούσε να προφτάσει κάποιου άλλου των αμυνόμενων τη βάση, γινόταν ένας χαμός, οπότε θα έμενε κάποιος καινούργιος να κάνει τον γουρούνα. Την ώρα της επίθεσης, οι αμυνόμενοι υπέρ γουρνών "Τρώες", χτυπούσαν τα ξύλα και φώναζαν ρυθμικά προκαλώντας τον επιτιθέμενο Αγαμέμνονα με την ιαχή, "γρούνα, γρούνα". (Βουκολικής έμπνευσης το παιχνίδι, υπάρχουν όμως και παρόμοια παιχνίδια πιο εκλεπτυσμένα για τα παιδιά της πόλης όπως είναι το παιχνίδι με τις καρέκλες που παίζεται στα παιδικά πάρτι: Οι παίκτες είναι όσοι οι καρέκλες συν ένας. Παίζει μουσική κι όταν σταματάει όλοι πρέπει να καθίσουν. Αυτός που δεν προλαβαίνει και μένει όρθιος χάνει. Με τις καρέκλες παιζόταν και στο Άουσβιτς αλλά εκεί για όποιον έχανε το τίμημα ήταν βαρύ – η εκτέλεση.)
Ο Βεζίρης - Ένα οικογενειακό παιχνίδι. Από τ’ αρνί του Πάσχα κρατάγαμε ένα μικρό κόκαλο, τον αστράγαλο ή κότσι. Από τις απεικονίσεις στα αρχαία αγγεία μαθαίνουμε ότι μ’ αυτό παίζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας διάφορα παιχνίδια. Αλλά είναι και ιωνικό κόσμημα. Οι κορυφές των κιόνων, τα ανάποδα τσιγκελωτά μουστάκια, από τον αστράγαλο είναι εμπνευσμένοι. Εμείς τον λέγαμε Βεζίρη, κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας. Στο κόκαλο αυτό οι έξι πλευρές του είναι διαφορετικές. Σε τέσσερις είχαμε δώσει ένα όνομα. Μια από τις δύο μεγαλύτερες επιφάνειες, την κυρτή, τη λέγαμε ψωμά και την κοίλη ξυλιά. Τις δύο πλαïνές, ενδιάμεσου μεγέθους, βασιλιά και "λωρδά". Ένας έπαιρνε το χρίσμα του βασιλιά (τέως Βεζίρης) και ένας άλλος κρατούσε μια ζωστήρα (λωρίδα), ήταν ο "λωρδάς". Έριχνε, σαν ζάρι, ένας από τους υπόλοιπους το κόκαλο. Ανάλογα με τι πάνω μεριά εμφάνιζε, εκτελούνταν μια εντολή. Έτσι αν ήταν η κοίλη, αρκετά πιθανό, ο βασιλιάς διέταζε τον "λωρδά", "ρίχτου πέντε ξυλιές, μουγκράτες , ξυδάτες, μελάτες", ανάλογα με το κέφι του εντολέα. Η πλευρά ψωμάς, με ίσες πιθανότητες περίπου με τον ξυλιά, δεν είχε καμιά συνέπεια, άστον δηλαδή να τρώει το ψωμί του, μην τον ενοχλείς. Λιγότερο πιθανό ήταν να σταθεί το κόκαλο στις πλαïνές πλευρές. Αν το πετύχαινες, αποκτούσες τον τίτλο του βασιλιά ή έπαιρνες τη λωρίδα, ανάλογα. Σπανιότερα το κόκαλο στεκόταν όρθιο και τότε γινόσουν κάτοχος και των δύο αξιωμάτων, δηλαδή δικτάτορας. (Οικογενειακό παιχνίδι για το χειμώνα κοντά στο τζάκι. Ο Πλούταρχος κάνοντας το βιογραφικό του Αλκιβιάδη, τον πλούσιο σε "αταξίες", μας άφησε και την παρακάτω σχετική ιστορία. Την ώρα που ο Αλκιβιάδης μικρός ακόμα έπαιζε με την παλιοπαρέα του κότσια στη μέση του δρόμου έτυχε να φτάσει μια άμαξα κουβαλώντας ζαρζαβατικά από τα περίχωρα της Αθήνας, κι ενώ οι υπόλοιποι πιτσιρίκοι παραμέρισαν και έδωσαν πρωτεραιότητα στο όχημα, ο ζωηρός Αλκιβιάδης ξάπλωσε φαρδύς πλατύς κάτω στο χώμα αναγκάζοντας τον αμαξά να κάνει πίσω.)
Εκτός από τα παραπάνω κλασικά παιχνίδια, το καλοκαίρι σε στιγμές ανάπαυλας "καπνίζαμε" με το τσιμπούκι που φτιάχναμε μ’ ένα ανήλικο ρόιδο καρφώνοντας ένα μικρό ξύλο, ή σφυρίζαμε κλέφτικα με το χειροποίητο πιπίνι που φτιάχναμε από βέργα σκλήθρου.
Σκλαβάκια, μακριά γαϊδούρα, κρυφτό, μπίζ, γιάντες, υπήρχαν ακόμη στο μενού των παιχνιδιών· αν δεν βρίσκαμε παρέα παίζαμε με τη σβούρα, αποτυπώναμε με τη πίσω μεριά του μολυβιού πάνω σε χαρτί τα κέρματα ή φτιάχναμε αρμάθες με τις τρύπιες πενταροδεκάρες.
Και επειδή ανάγκη παιχνιδιού δεν έχουν μόνο τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι, να αναφέρουμε ένα από τα παλαιότερα παιχνίδια που έπαιζαν οι αρχαίοι Έλληνες και μάλιστα εν καιρώ πολέμω και δη του Τρωικού. Δημιουργός του παιχνιδιού το δαιμόνιο και εφευρετικό μυαλό του Παλαμήδη. Πεντάγραμμα – ένα παιχνίδι με πεσσούς που τους μετακινούσαν πάνω σε πέντε γραμμές – η κύβους (ζάρια). Αντίπαλοι τα μεγάλα αστέρια του πολέμου: Αχιλλέας εναντίον Αίαντα του Τελαμώνιου, ξαδέλφια, ρίχνουν τις ζαριές ο Αχιλλέας ρίχνει με το ζάρι και φέρνει τέσσερα, ο Αίας τρία. Απορροφημένοι από το παιχνίδι, δεν πρόσεξαν ότι οι Τρώες τους είχαν περικυκλώσει, αλλά ας είναι καλά η θεά Αθηνά που τους ειδοποίησε εγκαίρως και εκεί θα τέλειωνε άδικα το παιχνίδι μπορεί και ο πόλεμος. Αν περάσετε καμιά φορά από τη Ρώμη, στο μουσείο του Βατικανού φροντίστε να δείτε τον αμφορέα που αναπαριστά την «τιτανομαχία» των δύο ηρώων.
Ηλιούπολη, 1 Δεκεμβρίου 2020 Γιάννης Λουρής
|