Μια ιστορία από τον Σπύρο ΤεμπέληΜια φορά σ
ένα χωριό ένας νοικοκύρης φόρτωσε το πρωί στο ζώο του δυο
μεριές σιτάρι να το πάει στο μύλο να τ αλέσει. Δεν βρήκε
αδεά και νύχτωσε. Η γυναίκα του ανησυχούσε
πολύ. Μόλις τον είδε φώναξε:
-
«Πού είσαι μωρέ χριστιανέ μ'
έβαλα κακό με
το νου μ».
-
«Τίνα
κάνω βρε γυναίκα» απαντά εκείνος. «Να! Καθόμασταν απ' το πρωί
με το μυλωνά και τις μετράγαμε. Τελικά ο μυλωνάς την έχει μεγαλύτερη». Αυτή δε μίλησε,
αλλά μάζεψε τα λόγια του. Σε μια βδομάδα λέει στον άντρα
της:
-
«Mας τελείωσε το αλεύρι, πρέπει να πάμε στο μύλο ν' αλέσουμε».
-
«Πότε βρε γυναίκα μας τελείωσε κιόλας; "εμείς μια βδομάδα έχουμε που αλέσαμε» είπε εκείνος.
-
«Να, άντρα μου το χρώσταγα.
Δανείστηκα από τη Γιάννενα, τη Χρήστινα, τη Γιώργινα» Τότε - λέει αυτός
:
-
«έλα να φορτώσουμε να πάω».
-
«Όχι, λέει εκείνη, εγώ θα πάω».
Λογομάχησαν λίγο. Αυτός κάτ πονηρεύτηκε και της λέει:
-
"άντε να πας εσύ". Από τον
έναν δρόμο ξεκίνησε αυτή, από άλλο πιο σύντομο μονοπάτι πήγε πρώτος
ο άντρας της στο μύλο. Διώχνει το μυλωνά, φοράει τα ρούχα του, πασπαλίζει τα
μαλλιά και το πρόσωπο με αλεύρι κι
έγινε αγνώριστος. Έφτασε κι η γυναίκα καταχαρούμενη
και ναζιάρα. Ετούτος κατάλαβε ότι η
γυναίκα του είχε λόγο και πήγαινε γυρεύοντας. Την ώρα που έβαλε το άλεσμα στο καρύκι την κουτούπωσε
λέγοντας:
-
«Ένα στο καρύκι, δυο στο καρυκάκι». Αυτά με
νόημα. Φόρτωσαν το αλεύρι και φεύγει η γυναίκα. Ο άντρας της φοράει πάλι τα ρούχα του, πλένεται κι από το μονοπάτι φτάνει πρώτος στο σπίτι. Έφτασε κι εκείνη, ξεφόρτωσαν τα σακιά.
-
«Πώς πέρασες γυναίκα», της λέει « Δε φαντάζομαι εκείνος ο μουρντάρης ο μυλωνάς να πήγε να σου κάνει τίποτα;» Αυτή που κάτι είχε
υποψιαστεί, γιατί δε βρήκε διαφορά στα χάδια του μυλωνά
του λέει:
-
«Μη ρωτάς τι έπαθα άντρα μ. Ούλοι μι πέρασαν κι ου μυλωνάς κι τ αδέλφια
τ κι τα
ξαδέλφια τ». Κόκκαλο ο Αντρας τς.
** Αφηγείται ο Σπύρος Τεμπέλης **
|