Εις Μνήμη

Δύο άτυχων συγχωριανών μας...

 

   

Στη μνήμη της Βασιλικής

     Διαβάζοντας το ωραίο βιβλίο του Βασίλη Μαστρογιάννη, «Ανυπόκτη ψυχή», που είναι η ιστορία της μάνας του, μου ξύπνησαν μνήμες από το παρελθόν, παλιές, σχεδόν ξεχασμένες. Ανάμεσα στις πολλές διηγήσεις της ηρωίδας μάνα του, της Βάϊας, προς τον μικρό γιό της Βασίλη, ήταν και η παρακάτω, όπως την είχε ακούσει από τον άντρα της τον Δημήτριο: «Σε μια απ’ αυτές τ’ς επιδρομές στον κάμπο απ’ τ’ς συμμορίτις, ο στρατός τ’ς κατάλαβε νωρίς κι άρχισε να ρίχν’ όλμους προς το μοναστήρι, εκεί δίπλα στο σπίτ’ μας, που επαίζαμι όλα τα παιδιά μαζί. Μετά τ’ς πρώτους όλμους προσπάθ’ σαμι να κρυφτούμε μεσ’ στο καμπαναριό, αλλά η μικρή αδελφή μας η Βασίλω δεν πρόλαβε να μπει και ένα κουματ’ (θραύσμα) τ’ς πήρε το κεφάλ’».

     Σύμφωνα με τον Αποστόλη Μαστρογιάννη, αντάρτες εκείνη την ημέρα δεν υπήρχαν εκεί γύρω. Ο αξιωματικός όμως του στρατού, από τα Αλπόσπιτα, παρατηρώντας με τα κιάλια προς το βουνό, είδε τον πατέρα του με τρία αδέλφια του να παίζουν κάποιο παιχνίδι να περάσει η ώρα, τους πέρασε για αντάρτες με αποτέλεσμα να γίνει το κακό.

     Ο Χρήστος Μαστρογιάννης, ο Κιτσοχρήστος όπως τον λέγαμε, ο πατέρας της Βασίλως, του Γιάννη, του Σπύρου και του Μήτσου, είχε έρθει στα μέρη μας από την Άνω Αγόριανη και εγκαταστάθηκε κοντά στο μοναστήρι της Αγιά Σωτήρας, όπου έχτισε το διώροφο σπίτι του. Ο Μήτσος θεωρούσε υπεύθυνους για το χαμό της αδελφής του τους αντάρτες και ας ήταν από πυρά του στρατού, αφού σύμφωνα με το σκεπτικό του, αν δεν υπήρχαν οι αντάρτες δεν θα γινόταν και ο εμφύλιος.

 

Στη μνήμη της Κωνσταντίας

      Και επειδή ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται, του εμφυλίου εν προκειμένω, μου ήρθε στο νου και ένα δεύτερο τραγικό γεγονός απομεινάρι κι αυτό του εμφυλίου. Η οικογένεια του Γιάννη Δράμπαλη είχε κατεβεί κι αυτή από την Άνω Αγόριανη και είχε εγκατασταθεί σ’ ένα μικρό σπίτι στην άκρη του χωριού, μπροστά από τον μύλο του Παπανάγνου. Οι γονείς με τα δύο αγόρια και τα δύο κορίτσια τους αποτελούσαν την φτωχή αυτή οικογένεια. Αλλά όπου φτωχός και η μοίρα του.

     Από την οικογένεια αυτή θυμάμαι σαν τώρα τον γέρο - Δράμπαλη στην αυλή του σπιτιού μας, όπου έφερνε τον στίφτη, να γυρίζει τον μοχλό κρακ, κρακ, κρακ, για να βγάλουμε από τα πατημένα σταφύλια όσους χυμούς είχαν απομείνει και να μείνουν τελικά τα τσίπουρα. Εκτός από το εποχιακό αυτό επάγγελμα, τον επόμενο καιρό έφτιαχνε σαμάρια. Δεν ξεχνιέται βέβαια εύκολα και η Δραμπαλίνα, η γυναίκα του, όπως την αποκαλούσαμε κατά την συνήθεια της εποχής εκείνης. Με την άφιξή μας στο προαύλιο του σχολείου στ’ Αλώνια, την βρίσκαμε σκυμμένη πάνω από ένα μεγάλο καζάνι να ανακατεύει μ’ ένα μακρύ στυλιάρι, σαν ρόπαλο, το γάλα από σκόνη και να μας το μοιράζει μετά με την κουτάλα ζεστό ζεστό στα ποτήρια μας.

    Με τον Βασίλη, την Αρετή και τον Γιώργο, τα τρία παιδιά τους, βρεθήκαμε στην ίδια αίθουσα του σχολείου για μερικά χρόνια. Το τέταρτο παιδί, τη Ντία, μάλλον από το Κωσταντία, κι αν την είχα κάπου συναντήσει, δεν έχω την εικόνα της. Η Ντία πριν να μάθει την αλφαβήτα, θέλησε να μάθει τι ήταν ένα μεταλλικό αντικείμενο που είδε στην άκρη τη αυλής παραχωμένο μέσα σε κάτι βάτα και γυάλιζε. Μικρό κορίτσι ακόμη θα αγνοούσε και την παροιμία, «ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός». Έσκαψε λίγο με τα χέρια της και το ξέχωσε. Το είδε σαν παιχνίδι και άρχισε να το περιεργάζεται, οπότε έγινε το μπαμ και ο κρότος της χειροβομβίδας ήταν τόσο δυνατός που ακούστηκε σ’ όλο το χωριό. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.

 

 ***  Γιάννης Λουρής ***

<< Back