ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ

ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΠΟΠΗ ΠΑΛΑΝΤΑ – ΔΙΑΜΑΝΤΗ

 

 Φωτογραφία - ντοκουμέντο, πού παρουσιάζει την εκτέλεση των πρώτων εφτά πατριωτών στο Γοργοπόταμο. Τη φωτογραφία την τράβηξε Ιταλός αξιωματικός ο οποίος  έδωσε το φιλμ, πού περιείχε και τη φωτογραφία της εκτελέσεως, για εμφάνιση στο φωτογράφο Κουτσοδόντη της Λαμίας. Ό φωτογράφος αντελήφθη την αξία της και κράτησε ένα αντίτυπο.

 

Συνέντευξη - Κείμενα  Κώστας Δ. Ζαγγογιάννης

 

Η Πόπη (Καλλιόπη) Παλαντά, κόρη του Νίκου Παλαντά, γεννήθηκε το 1927. Η κ Πόπη έμεινε στο χωριό μέχρι και τα 19 της χρόνια και στην συνέχεια παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Ποτέ δεν έπαψε όμως να σκέφτεται και να επισκέπτεται συχνά το μέρος όπου μεγάλωσε, με τις τόσες έντονες παιδικές αναμνήσεις.

 

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος η Πόπη Παλαντά έμεινε στο σπίτι της, λίγα μόλις μέτρα από  την γέφυρα του Γοργοποτάμου. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1941 ήχησαν οι σειρήνες στην Λαμία. Ο ήχος διαπέρασε την κοιλάδα του Σπερχειού και το αεράκι τις έφερε μέχρι το σπίτι της Πόπης στον Γοργοπόταμο. Ήταν δεκατριών ετών.

 

Από την αμέσως επόμενη μέρα το πρωί , τρένα διέσχιζαν την χαράδρα του Γοργοποτάμου και σφύριζαν πάνω από την Γέφυρα. Οι φαντάροι με ενθουσιασμό, ξέγνοιαστοι και όλο χαρά, λες και πήγαιναν εκδρομή, γελούσαν πειράζονταν και χαιρετούσαν την μικρή τότε Πόπη που είχε πιάσει την πλαγιά δίπλα στην γέφυρα και χαίρονταν αυτό το πανηγύρι. Έβλεπε στα στοιβαγμένα με φαντάρους βαγόνια των τρένων την ταμπέλα «Μέγιστο 6 άλογα & 30 Άντρες», της έρχονταν περίεργο και γελούσε.

 

 Έπειτα ακολούθησε ο βομβαρδισμός. Να μείνουν ή να φύγουν. Ήταν δίπλα στην Σιδηροδρομική Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Μάλλον θα την βομβάρδιζαν! Αλλά τελικά τους ήταν χρήσιμο να μείνει η γραμμή άθικτη. Έτσι η Πόπη γλίτωσε τον βομβαρδισμό, αλλά άκουσε ότι βομβάρδισαν στο Πουρναράκι, το Χάνι της Βλάσιος στον Μπράλο.

 

Και ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό και φύλαγαν την Γέφυρα. Ένα βράδυ όμως είδε δύο φίλους του πατέρα της που μιλούσαν αγγλικά. Οι ξένοι στην περιοχή ποτέ δεν της τραβούσαν την προσοχή εξάλλου το σπίτι της ήταν και χάνι. Όλο ξένοι περνούσαν. Και τώρα είχε πολλούς Ιταλούς. Αλλά Άγγλους;

 

«Πατέρα ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε. «Δυο καλοί μου φίλοι απ’ την Αμερική είναι Πόπη». «Ααα.. σκέφτηκε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια έχουν να τα πουν και μιλάνε τόσες ώρες. Θα χάρηκε ο πατέρας μου που τους είδε» και ησύχασε. Που να φανταστεί τι συζητούσαν. Που να ήξερε ότι σχεδίαζαν να ρίξουν την Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Που να ξέρε ότι ο πατέρας της γνώριζε τον Ζέρβα προσωπικά.

 

Την νύχτα της 25ης Νοεμβρίου η Πόπη δεν κοιμόταν. Κανένας από την Οικογένεια της δεν κοιμόταν. Σε μια στιγμή ακούει μια φωνή μέσα στην νύχτα να λέει. «Ρίξε παπά την φωτοβολίδα να προχωρήσει το στράτευμα».

 

Η φωτοβολίδα ήταν το συνθηματικό. Όλη η χαράδρα του Γοργοποτάμου έλαμψε. Σε λίγο μια τεράστια έκρηξη ακούστηκε και το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα. Τα σκευή και τα αντικείμενα έπεφταν από τα ράφια, οι σοφάδες γέμισαν το πάτωμα και τα κρεβάτια. Κανένας δεν μιλούσε. Τι να έγινε! Έριξαν την γέφυρα! Τώρα τι κάνουμε ;

 

Η επόμενη ημέρα άργησε να ξημερώσει.. Οι πιο πολλοί χωριανοί φοβήθηκαν και έφυγαν. Πήγαν στο Κόμμα στους συγγενείς τους. Η οικογένεια Παλαντά έπρεπε να επιλέξει. Να μείνει ή να φύγει! Τελικά έμειναν!

 

Σε λίγο ήρθαν τα πρωινά νέα. Οι Αγουριδέοι, τα πρωτοπαλίκαρα του Ζέρβα από τα Δυο Βουνά, έσφαξαν επτά Ιταλούς που φυλούσαν το δεξί φυλάκιο της Γέφυρας. Άλλοι επτά Ιταλοί κρύφτηκαν στα πηγάδια να σωθούν.

 

Το πρωί ακούστηκαν βήματα. Ήρθαν και πήραν την μάνα της και την φυλάκισαν στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Η Πόπη έμεινε σπίτι με τα αδέρφια της, ο πατέρας της είχε φύγει. Φοβόταν τα αντίποινα. Τους άντρες τους σκότωναν τότε και άφηναν  μόνο τις γυναίκες και τα παιδιά. Η Πόπη οπλίστηκε με δύναμη και πήγε στον Σταθμό. Άρχισε να κλαίει ασταμάτητα και να παρακαλά τους φύλακες να ελευθερώσουν την μάνα της. Οι φύλακες την λυπήθηκαν, έτσι κι αλλιώς δεν είχαν εντολή να κρατήσουν την μάνα της και την άφησαν ελεύθερη.

 

Το μεσημέρι έφτανε αλλά καμιά άλλη αντίδραση από τους Ιταλούς. Σε λίγο όμως ακούσθηκαν τα άρβυλα από τους φαντάρους στην γέφυρα. Η Πόπη έτρεξε στο μπαλκόνι και σε λίγο φάνηκαν οι Ιταλοί στρατιώτες. Τους ακολουθούσαν οι δεκατρείς μελλοθάνατοι. Μπροστά ο συνοφρυωμένος  παπάς με τα Άγια των Αγίων. Πίσω ένας Έλληνας καθηγητής, δεν φορούσε χειροπέδες, και στην συνέχεια άλλοι δώδεκα ‘Έλληνες πατριώτες. «Που τους πάνε μάνα;» Η μάνα δεν απαντούσε! Χάθηκαν περπατώντας μέσα στην χαράδρα του Γοργοποτάμου!

 

Σε λίγο ένας Ιταλός αξιωματικός άρχισε να κατηφορίζει προς το ποτάμι. Σταμάτησε στο πρώτο σπίτι που βρήκε μπροστά του. Δεν ήταν και πολλά στην περιοχή. Χτυπάει στην πόρτα μια κλωτσιά και την ανοίγει. Μέσα η Πόπη, η μάνα της και τ’ αδέρφια της φοβισμένοι. Βλέπει δύο μπαούλα. Τα είχε φέρει ο πατέρας της Πόπης από την Αμερική. Ήταν χρόνια εκεί μετανάστης.

 

Ρίχνει μια  κλωτσιά στο ένα και πετάγονται όλα τα πράγματα έξω. Παίρνει ένα σεντόνι και φωνάζει. «Ψαλίδι» . Τρέχει η Πόπη φέρνει ψαλίδι απ’ το ράφι. Το αρπάζει ο Ιταλός και άρχισε να σκίζει βιαστικά το σεντόνι. Το έκοψε σε δεκατρείς λωρίδες. Παίρνει την Πόπη απ’ το χέρι και την Οδηγεί στην Σιδηροδρομική Γέφυρα που είχε ανατιναχτεί.

 

Με το που πήρε την  στροφή αντίκρισε τους ‘Έλληνες που είδε νωρίτερα να περνούν το πέτρινο γεφύρι. Ήταν στημένοι στην σειρά απέναντι από ένα απόσπασμα με Ιταλούς φαντάρους. Ο Ιταλός έγνεψε στην Πόπη να δέσει τα μάτια των Ελλήνων μελλοθάνατων. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και άρχισε να δένει τα μάτια τους. Στο τέλος έφτασε στον καθηγητή. Αυτός την κοίταξε και με λύπη χωρίς όμως να δακρύσει είπε: «Παιδάκια μου που σας αφήνω!»

 

Η Πόπη έμεινε να τον κοιτάει. Τι μπορούσε άραγε να κάνει! Ο καθηγητής δεν δέχτηκε  τελικά να δέσει τα μάτια του. Έπεσε σαν παλικάρι!

 

Μόλις έδεσε τα μάτια τους την έδιωξαν. Αυτή άρχισε να τρέχει και όταν έφτασε στις σπηλιές, μακριά απ’ την γέφυρα άκουσε τους πυροβολισμούς. Πυροβόλο ήταν είπε. Τον ξέρω αυτόν τον θόρυβο. Το άκουγα όλο το προηγούμενο βράδυ. Για λίγο σιωπή… αλλά σε λίγο άκουσε πάλι… μπαμ, μπαμ.. μπαμ..  δεκατρείς πιστολιές. Ήταν η χαριστική βολή!

 

Η Πόπη έφτασε στο σπίτι της. Τι τύχη κι αύτή .. να μένει κάτω απ’ την γέφυρα ! Σε λίγο να’ σου πάλι οι Ιταλοί στο σπίτι. Ήθελαν να μεταφέρουν τους νεκρούς και έψαχναν μεταφορικό μέσο. Τώρα η σειρά του αδελφού της.

 

 Πήραν τον αδελφό της με το κάρο και τον οδήγησαν στην γέφυρα. Εκεί οι χωριανοί πήγαν και φόρτωσαν τους νεκρούς και τους μετέφερε στο νεκροταφείο της Ξηριώτησας στην Λαμία όπου τους έριξαν σε έναν λάκκο! Έτσι της είπε ο αδελφό της που τον ρώτησε.

 

Ο αδελφός της επέστρεψε το βράδυ με το κάρο πλημμυρισμένο στο αίμα.  Η μάνα της μόλις έφτασε ο αδελφός της, την έστειλε και μάζεψε μυρτιά και «καρόφυλλα» και αφού τα έβρασε σε ένα καζάνι καθάριζε το κάρο.

 

Οι μέρες περνούσαν η ζωή άρχισε να μπαίνει σ’ έναν ρυθμό. Οι Ιταλοί έφυγαν και την περιοχή πλέον την κατάκλυσαν Γερμανοί που άρχισαν να χτίζουν ξανά την γέφυρα. Ένα μηχάνημα ο «πασαλομπηχτης» ακούγονταν όλη μέρα. Στην πέτρινη γέφυρα είχαν μπλόκο. Την οικογένεια την έμαθαν αμέσως οι Γερμανοί και περνούσε ελευθέρα τα μπλόκα. Τα τρένα σταματούσαν από την μία και άλλη πλευρά της γέφυρας και έκαναν «TRANSFER» πετρελαίου με αγωγούς που είχαν πρόχειρα εγκαταστήσει. Τα στρατεύματα μέρα νύχτα αποβιβάζονταν από το ένα τρένο στο άλλο, αφού περνούσαν με βήμα από το γεφύρι δίπλα στο σπίτι της Πόπης. Όταν περνούσαν οι Ιταλοί ακούγονταν «κουκουρίκου» σφυρίγματα και πειράγματα μεταξύ τους. Όταν περνούσαν οι Γερμανοί τρόμος σε έπιανε από τον ψυχρό και βαρύ βηματισμό τους. Παρόλα αυτά η Πόπη κάθε ημέρα δίπλα στους Γερμανούς μάθαινε Γερμανικά και περίμενε με ανυπομονησία να τελειώσει ο πόλεμος και φορέσει το παντελόνι που είχε κλέψει από την μπουγάδα ενός Ιταλού και τις μπότες που της χάρισε ένας Γερμανός.

 

Η γέφυρα σε σαράντα ημέρες χτίσθηκε και μπήκε ξανά σε λειτουργία. Διάφορα νέα έρχονταν κατά καιρούς :

- « Ανατίναξαν την γέφυρα του Ασωπού»

- « Η γέφυρα του Ασωπού έπεσε ξανά την ώρα που περνούσε πάνω της δοκιμαστική αμαξοστοιχία»

 

Η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας - Θεσσαλονίκης ξαναμπήκε σε λειτουργία και η Πόπη έπιανε τις πλαγιές και παρατηρούσε τα τρένα. Έβλεπε τα εμπορικά  τρένα να περνούν και μέσα απ’ τις χαραμάδες των βαγονιών «λυσσασμένους» Γερμανούς φαντάρους να αφρίζουν, λόγω της ζέστης της Αφρικής που πολεμούσαν , της έλεγε ο πατέρας της.

 

Επιτέλους οι Γερμανοί έφυγαν. Καμία απώλεια δεν έφερε ο πόλεμος για την οικογένεια της, παρόλο που η οικογένεια της ήταν στο κέντρο του πολέμου. Το χάνι υπολειτουργούσε, αλλά το σπίτι ήταν συνέχεια ανοιχτό στους ξένους. Μια μέρα είδε κάποιον με μούσι στην ταβέρνα. Η μάνα της τον φίλεψε και του έβαλε να φάει. Ήταν μεγάλη παρέα. Σαν να φυλάγονταν από κάτι! Δεν ανέβηκε στον πάνω όροφο που του είπαν να τον φιλοξενήσουν. Φυλάγονταν! Περίεργος της Φάνηκε. «Ποιος είναι αυτός μάνα;»  «Ο Άρης είναι μην μιλάς της λέει εκείνη». Είχε ξεκινήσει ο εμφύλιος…

 

Οι μέρες περνούσαν και ζωή αντί να καλυτερεύει δυσκόλευε. Ήταν στην δύνη του εμφυλίου. Νέα διάσπαρτα έρχονταν… «Ο Άρης Σκότωσε τους Αγοριδάιους». Οι σπιούνοι δράττονταν της ευκαιρίας να βγάλουν τα απωθημένα τους και ο Φόβος ήταν πολύς. Τα δύο αδέλφια της χάθηκαν και τα θεωρούσαν νεκρά. Τελικά ο πατέρας κατέβηκε στην Αθήνα και μέσω Ερυθρού Σταυρού κατόρθωσε να τα βρει στην Αφρική. Οι αντάρτες που στρατολογούσαν τα μεγάλα αγόρια νόμιζαν ότι η Πόπη τους έκρυβε.

 

Μια μέρα έπιασαν την μάνα της κάτι χωριανοί και της είπαν: «Οι αντάρτες θα το φάν το παιδί .. δίωξτο απ’ το σπίτι να το γλιτώσεις». Η Πόπη δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγει. Έφυγε όλη νύχτα μέσα απ’ τους βάλτους και έφτασε στον θείο της στην Λαμία. Τα πόδια της ήταν γεμάτα βδέλλες. Δεν την ένοιαζε όμως. Περισσότερη ήταν η θλίψη της απ’ τον πόνο!

 

Η Πόπη μεγάλωνε και τα πράγματα στην τοπική κοινωνία γίνονταν όλο  και σκληρότερα. Να την παντρέψούν αποφάσισαν και έτσι έγινε. Η Πόπη παντρεύτηκε στις 8 Ιουνίου του 1947 και έμεινε στην Αθήνα. Το νέο της όνομα ήταν Πόπη Διαμαντή ο άντρας της είχε φούρνο κι αυτή τον βοηθούσε στην δουλειά.

 

Στον φούρνο κάθε ημέρα έπαιρναν εφημερίδα και διάβαζαν τα νέα. Στις 8 Ιουλίου 1947 η Πόπη είδε το εξής πρωτοσέλιδο: «Αντάρτες σκότωσαν την γυναίκα του Παλαντά, ενός κτηματία από τον Γοργοπόταμο». Ήταν η μάνα της. Αφού τους φιλοξένησε και τους φίλεψε φοβήθηκαν να μην τους προδώσει, την σκότωσαν και τους έκαψαν το σπίτι!

 

Εις μνήμη της κ. Πόπης Παλαντά που μου διέθεσε ένα ολόκληρο πρωινό, στις 28 Ιουλίου του 2007 κάτω από την δροσερή κληματαριά της στο πατρικό της σπίτι στο Γοργοπόταμο, και έθεσε στην διάθεσή μας αυτές τις τόσο προσωπικές και συναισθηματικές εμπειρίες της οικογένειάς της. Η κ. Πόπη έφυγε από κοντά μας τις 25 Φεβρουαρίου 2009.

 

Δείτε την ιστορία της Οικογένειας Παλαντά και περισσότερα για το Χάνι Παλαντά ΕΔΩ

 

Αρχική Σελίδα >>